Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

MARY QUANT Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ




MARY QUANT
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ

Η αυτοβιογραφία της Μέρι Κονάντ διαψεύδει το ρητό «αν θυμάσαι τη δεκαετία τον ‘60, τότε δεν την έζησες». Διότι κανένας σχεδιαστής δεν κατάφερε να εκφράσει την ατμόσφαιρα του Λονδίνου εκείνης της εποχής καλύτερα από τη γυναίκα που έχει καταγράφει στη συλλογική μνήμη ως η «εφευρέτρια του μίνι»

Της ΓΩΓΩΣ ΚΑΡΚΑΝΗ

Ο Βιντάλ Σασουν, το αντισυλληπτικό χάπι και η μίνι φούστα άλλαξαν τα πάντα», έχει ισχυριστεί η Μέρι Κουάντ. Αναμφίβολα συνέβαλαν στη γυναικεία χειραφέτηση. Επίσης συνδέθηκαν με  τη Βρετανίδα σχεδιάστρια: η Κουάντ έκανε μόδα το κοντό καρέ μαλλί με υπογραφή Βιντάλ Σασουν, εγκωμίασε το αντισυλληπτικό χάπι -γιατί της έδωσε τη δυνατότητα να αναβάλει τη μητρότητα μέχρι να χτίσει την καριέρα της- και διέδωσε τη μίνι φούστα. Έτσι η Κουάντ, πέρα από πρωτοπόρος της μόδας, έγινε πρότυπο για τη γυναίκα των '60s, η οποία λάτρεψε την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την πρόκληση.
Στην αυτοβιογραφία της «Mary Quant: Autobiography» περιγράφει με ζωντάνια -και με μια δόση νοσταλγίας- το πνεύμα εκείνης της εποχής. Ταυτόχρονα δεν διστάζει να αποκαλύψει κωμικοτραγικά συμβάντα που τη σκιαγραφούν ως προσιτή φιγούρα. Ας τη γνωρίσουμε λοιπόν λίγο καλύτερα.


ΟΠΩΣ... MINI COOPER

Η Μερί Κουάντ ήταν παθιασμένη με τη μόδα από μικρή ηλικία, αλλά οι γονείς της -που κατάγονταν από την Ουαλία και ήταν δάσκαλοι- δεν την άφησαν να κάνει σπουδές επάνω στο ρούχο, γιατί πίστευαν ότι έτσι δεν θα έχτιζε οποιαδήποτε επαγγελματική προοπτική. Βεβαίως χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν την επιμονή της κόρης τους, κατέληξαν μαζί της σε κάποιο συμβιβασμό και της επέτρεψαν να φοιτήσει στη λονδρέζικη σχολή καλών τεχνών Γκόλντσμιθς. Εκεί η Μαίρη εντάχθηκε σε ένα κλίμα δημιουργικότητας και ελεύθερης έκφρασης. Επίσης εκεί, στα 19 της χρόνια (1953), συνάντησε τον Αλεξάντερ Πλάνκετ-Γκριν, «έναν συνδυασμό Μικ Τζάγκερ και Πολ Μακάρτνεϊ», σχετίστηκε μαζί του ερωτικά και αργότερα (1957) τον παντρεύτηκε.
Η μεταπολεμική γενιά των Λονδρέζων διψούσε για εικαστικά, θέατρο, κινηματογράφο, ντιζάιν, μόδα, γαστριμαργία, σεξ, μουσική, χορό. Έγινε η μαγιά για να γεννηθούν τα κινήματα των Mods και των Rockers, τα οποία παρέσυραν τη Μέρι και τις φίλες της σε ένα έξαλλο για την ηθική της εποχής ντύσιμο, με σορτς και φούστες πάνω από το γόνατο, γυαλιστερά τοπ, εφαρμοστά πουλόβερ, ψηλές κάλτσες, δικτυωτά καλσόν. Βεβαίως η παρέα δεν έβρισκε πάντα στο εμπόριο ρούχα που να την εκφράζουν και έτσι η Κουάντ άρχισε να τα φτιάχνει μόνη της.
Το 1955 τα γεννήματα της δημιουργικότητας της στεγάστηκαν στην πρώτη μπουτίκ που άνοιξε με τον Αλεξάντερ, χάρη σε μια κληρονομιά του τελευταίου (5.000 λίρες). Η Bazaar, όπως ονομάστηκε, προκάλεσε λοιπόν πανζουρλισμό. Σύντομα όμως, πέρα από μια μεγάλη πελατεία, προσέλκυσε και κάποιους αγανακτισμένους πολίτες: καθωσπρέπει Λονδρέζοι άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το κατάστημα, να κραυγάζουν «ανήθικοι» και να κοπανούν με ομπρέλες τη βιτρίνα- σκανδαλίζονταν επειδή στο εσωτερικό του μαγαζιού υπήρχαν κούκλες ντυμένες με μίνι φούστα.


Η Κουάντ έγινε γνωστή ως η «εφευρέτρια του μίνι», αλλά η ιδέα για το αποκαλυπτικό ένδυμα δεν έχει ακόμη κατοχυρωθεί οριστικά σε κάποιον δημιουργό μόδας. Εξάλλου η ίδια η Βρετανίδα παραδέχεται στην αυτοβιογραφία της ότι εκείνη την περίοδο ο Γάλλος μόδιστρος Αντρέ Κουρέζ κόντυνε τον ποδόγυρο. Ωστόσο η  Κουάντ οπωσδήποτε έβγαλε την ονομασία μίνι -από το αγαπημένο της αμάξι, το Mini Cooper- και την επέβαλε στον κόσμο της μόδας. Η δε King's Road, η οδός όπου βρισκόταν η μπουτίκ της, έγινε η πασαρέλα της νέας φούστας: οι φωτορεπόρτερ συνέρρεαν στον δρόμο για να απαθανατίσουν τα τολμηρά κορίτσια που λικνίζονταν στους ρυθμούς του Swinging London - έτσι έγινε γνωστή στα '60s η βρετανική μητρόπολη. Επιπλέον, χάρη στη δημοσιότητα που λάμβανε το Bazaar αλλά και χάρη στη γειτνίαση του με το Θέατρο της Βασιλικής Αυλής, στην πελατεία της Κουάντ προστέθηκαν διασημότητες όπως η Οντρεϊ Χέπμπορν και η Μπριζίτ Μπαρντό, και αργότερα τα μέλη των Μπιτλς και των Ρόλινγκ Στόουνς, οι φωτογράφοι Ντέιβιντ Μπέιλι και Ρίτσαρντ Αβεντον, ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κιουμπρικ, τα μοντέλα Τζιν Σρίμπτον και Τουίγκι.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΜΟΔΑ



Η μίνι φούστα δεν ήταν πάντως το μοναδικό μπεστ σέλερ του μαγαζιού. Σαν ζεστά ψωμάκια πωλούνταν επίσης οι πουά φουφουλες, οι skinny τουνίκ, το κολάρο Πίτερ Παν αλλά και τα καυτά σορτς, τα οποία επίσης αποδίδονται στην Κουάντ. Ωστόσο το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ήταν ο εκδημοκρατισμός της μόδας. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 κυριαρχούσαν οι παρισινοί οίκοι υψηλής ραπτικής, οι οποίοι απευθύνονταν αποκλειστικά σε κυρίες της ανώτερης κοινωνικής τάξης και οι οποίοι έδειχναν ελάχιστη έγνοια για τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Για παράδειγμα, το εμβληματικό New Look του Dior, το οποίο λανσαρίστηκε το 1947 ως αντίδραση στη λιτότητα της περιόδου του πολέμου, ήταν τόσο πολυτελές και εξεζητημένο ώστε δεν βγήκε ποτέ από τα αστικά σαλόνια. Αντιθέτως, η Κουάντ πρότεινε ένα στυλ ευκολοφόρετο και οικονομικά προσιτό, το οποίο αγκαλιάστηκε αμέσως από τις κοπέλες των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Το Παρίσι έχασε λοιπόν το μονοπώλιο της μόδας και το γεγονός αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια πολλών Γάλλων επαγγελματιών. Ενδεικτικά, όταν κάποτε ένας δημοσιογράφος είπε στην Κοκό Σανέλ ότι η Κουάντ τη θαύμαζε περισσότερο από κάθε σχεδιαστή, η Γαλλίδα απάντησε: «Από εκείνη περίμενα ένα μεγαλύτερο κομπλιμέντο». Άλλοι ανταγωνιστές της Κουάντ τη χαρακτήρισαν μάλιστα «διάττοντα αστέρα». Από την άλλη μεριά, κάποιες σκανδαλιστικές δηλώσεις της Βρετανίδας σχεδιάστριας στα ΜΜΕ έδιναν πρόσθετη τροφή για σχόλια. Για παράδειγμα, όταν κάποτε ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε σχετικά με το πάθος των γυναικών για τη μόδα και το μακιγιάζ, εκείνη απάντησε ότι ο Αλεξάντερ της ψαλίδιζε το τρίχωμα του εφηβαίου μέχρι να αποκτήσει σχήμα καρδιάς. Αυτή η δήλωση της ενθουσίασε πάντως τον πελάτη της -και φημολογούμενο εραστή της- Τζον Λένον, ο οποίος της πρότεινε ιδέες για άλλα σχήματα.


Στην αυτοβιογραφία της η Κουάντ υποστηρίζει ότι έφερε την επανάσταση στις αμερικανικές επιδείξεις μόδας, όταν το 1962 διέσχισε τον Ατλαντικό ώστε να προωθήσει την πρώτη συλλογή της για την αμερικανική αλυσίδα καταστημάτων JC Penney. Η ακολουθία της απαρτιζόταν κυρίως από νεαρές Βρετανίδες. Όπως έχει γράψει: «Οι Αμερικανίδες ντύνονταν ακόμη σαν την Μπάρμπαρα Στάνγουικ. Εμείς, από την άλλη, μοιάζαμε όλες 16 ετών και χορεύαμε συνέχεια τζάιβ, τουίστ και ροκ εν ρολ». Αναπόφευκτα η ζωντάνια του Swinging London μεταφέρθηκε λοιπόν στις αμερικανικές πασαρέλες, όπου μέχρι τότε ανέβαιναν γυναίκες ώριμες, παγωμένες και άχρωμες, με κορσέ και μαλλί  λάχανο. Χιλιάδες άτομα μαζεύτηκαν για να δουν από κοντά τα κοκαλιάρικα νεαρά μοντέλα της Κουάντ να χορεύουν στα ντε-φιλέ υπό τους ήχους ποπ συγκροτημάτων.
Πάντως κάποια πάρε-δώσε της με την Αμερική δεν ευοδώθηκαν. Όπως τον καιρό που απευθύνθηκε σε μια αμερικανική βιοτεχνία ένδυσης για τη δημιουργία μιας σειράς από χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Τα πρώτα δείγματα αυτών των παντελονιών ήταν τόσο ωραία, ώστε καταστήματα σε όλη τη Βρετανία προχώρησαν σε μεγάλες παραγγελίες. Όταν όμως έφτασε η ημερομηνία παραλαβής, έπειτα από τεράστια διαφημιστική καμπάνια, τα παντελόνια δεν ήρθαν από την Αμερική. Μάλιστα, σε έλεγχο επί αμερικανικού εδάφους, δείγματα των συγκεκριμένων παντελονιών βρέθηκαν παραγεμισμένα με ναρκωτικές ουσίες. «Ακόμη δεν έχω ξεπεράσει την αμηχανία και την απογοήτευση μου», έχει γράψει η Κουάντ στο βιβλίο της.

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΟΥΑΝΤ



Η πιο δυναμική πρέσβειρα του στυλ Κουάντ ήταν η ίδια η σχεδιάστρια, που μετέτρεψε τον εαυτό της σε μανεκέν. Χαρακτηριστικά της έγιναν η λιπόσαρκη σιλουέτα (η οποία αργότερα ενοχοποιήθηκε για τα ανορεκτικά πρότυπα που καταδυναστεύουν μέχρι σήμερα το μόντελινγκ), το μίνι -το οποίο δεν αποχωρίστηκε ούτε όταν επισκέφτηκε το παλάτι του Μπάκιγχαμ (1966), για να παραλάβει από τη βασίλισσα Ελισάβετ το παράσημο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας- και κυρίως η κόμμωση με υπογραφή Βιντάλ Σασουν.
Η γνωριμία της με τον κομμωτή έγινε ως εξής. Μια μέρα, καθώς η Μέρι Κουάντ περπατούσε στον δρόμο, κοντοστάθηκε σε μια βιτρίνα και είδε τη φωτογραφία μιας κόμμωσης. Μπήκε μέσα, ανέβηκε στο κομμωτήριο με ένα ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ και τελικά είδε για πρώτη φορά τον Βιντάλ Σασουν «να κουρεύει με το στυλ που μαγειρεύουν οι σεφ περιωπής». Εκείνη την ημέρα δεν είχε χρήματα, αλλά αποφάσισε να κάνει οικονομία για να εξασφαλίσει ένα κούρεμα από τον μετρ. Από τη στιγμή λοιπόν που τον δοκίμασε, δεν άλλαξε ποτέ πια κομμωτή. Γιατί, όπως ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία της, ο Σασουν απάλλαξε τις γυναίκες από το μαρτύριο του να ψήνονται κάτω από κάσκες σεσουάρ με χοντρά ρόλεϊ τυλιγμένα στο κεφάλι και τους χάρισε την ελευθερία να κολυμπούν, να οδηγούν κάμπριο ή να περπατούν στη βροχή χωρίς να ανησυχούν για το χτένισμα τους.
Ως γνήσια Βρετανίδα, λάτρευε και τα καπέλα. Θεωρεί μάλιστα ότι τα ομορφότερα έχουν την υπογραφή Ελσα Σκιαπαρέλι. Η πρώτη συνάντηση της, ωστόσο, με τη θρυλική σχεδιάστρια θυμίζει σκηνή από φαρσοκωμωδία. Κάποτε, σε ένα γεύμα στη γαλλική πρεσβεία του Λονδίνου, άκουσε να προφέρουν το όνομα Σκιαπαρέλι. Γύρισε λοιπόν σε μια κομψή κυρία δίπλα της και είπε: «Σίγουρα δεν άκουσα σωστά. Δεν έχει πεθάνει;». «Εγώ είμαι η Σκιαπαρέλι», απάντησε τότε η κυρία.

'60s FOREVER



Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Κουάντ δεν παρουσίασε άλλες καινοτομίες στα ρούχα. Έδωσε εξάλλου έμφαση στο λανσάρισμα καλλυντικών, αρωμάτων και ειδών σπιτιού, όλα με την εμβληματική μαύρη μαργαρίτα που συνήθιζε να βάζει στα πρώτα σκίτσα της και την οποία έκανε λογότυπο της. Στη δε Ιαπωνία τα καλλυντικά της συνεχίζουν να κυκλοφορούν μέχρι τώρα.
Σήμερα, η Κουάντ διατηρεί το στυλ που την καθιέρωσε στα '60s. Ποιος θα μπορούσε όμως να την κατηγορήσει για γραφικότητα; Η σχεδιάστρια ευτύχησε να βρεθεί στο επίκεντρο του youthquake, του «σεισμού της νεολαίας», όπως θα μπορούσε να μεταφραστεί η πολιτιστική επανάσταση που συντελέστηκε εκείνη την εποχή. Ας μην ξεχνάμε και κάτι άλλο. Όπως το έθεσε η Ερνεστίν Κάρτερ (1906-1983), μία από τις σημαντικότερες συντάκτριες μόδας του 20ου αιώνα: «Ελάχιστοι τυχεροί γεννιούνται τη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος, με το σωστό ταλέντο. Και στην πρόσφατη μόδα αυτοί οι τυχεροί είναι μόνο τρεις: η Σανέλ, ο Ντιόρ και η Μέρι Κουάντ».

ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΠΟΤΗΣ



Η αυτοβιογραφία της Κουάντ θα ικανοποιήσει όσους λατρεύουν τη μόδα. Μάλλον όμως θα αφήσει απογοητευμένο τον αναγνώστη που ελπίζει να διαβάσει πιπεράτες λεπτομέρειες για τη ζωή της σχεδιάστριας. Για παράδειγμα, η Κουάντ αναφέρεται ακροθιγώς στις παροιμιώδεις απιστίες του συζύγου Αλεξάντερ («ήταν τρομερά γυναικάς») και στο πάθος του για το αλκοόλ.
Το 1988 οι γιατροί έδωσαν στον Αλεξάντερ το πολύ δυο χρόνια ζωής, αν δεν έκοβε το ποτό. Εκείνος αγνόησε τις συστάσεις τους («είπε ότι χωρίς βότκα και κρασί δεν θα μπορούσε να ζήσει») και όντως πέθανε το 1990, στα 57 του - ο γιος του με τη Μέρι (Ορλάντο) ήταν τότε 20 ετών. Ως χήρα, πάντως, η Κουάντ δεν έμεινε μόνη. Σχετίστηκε με έναν φίλο του Αλεξάντερ, τον Αντονι Ράουζ-συμφωνά με πολλούς παλιούς Βρετανούς, «τον ομορφότερο άντρα στην Οξφόρδη»- και εξακολουθεί να ζει μαζί του μέχρι σήμερα.

«ΓΥΝΑΙΚΑ 2012»

Δεν υπάρχουν σχόλια: