Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Γ.Θ.ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ : ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ




ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Από την ομιλία του Γ. Θ. Βαφόπουλου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 18.9.1988 πού ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας.
Έτσι καθώς δεν είμαι εξοικειωμένος σε δημόσιες εμφανίσεις και προ πάντων σε πανηγυρικές εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, δε σας το κρύβω πώς κατέχομαι από ένα αίσθημα ψυχικής δοκιμασίας. Αναρωτήθηκα αν πραγματικά ήμουν άξιος μιας τέτοιας τιμής, πού μου προσφέρεται από το Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της πόλης μας.
Οπωσδήποτε ευχαριστώ θερμά τον κύριο Πρόεδρο και τα μέλη του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πού υιοθέτησαν τόσο πρόθυμα την πρόταση της ολομέλειας του Τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών ν' ανακηρυχθώ επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος. Ευχαριστώ και τον κύριο Πρόεδρο και τα μέλη του Τομέα για την πρόταση τους, καθώς κι' όσους άλλους παράγοντες πρόσθεσαν τήν αγάπη τους πάνω σε τούτη την τιμή. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας κύριο Γιώργο Κεχαγιόγλου, πού μέ τόση συγκατάβαση μίλησε για όσα μικρά ή μεγάλα πνευματικά αμαρτήματα έχω διαπράξει στη ζωή μου.
Προτού όμως καταπιασθώ με το κύριο θέμα της ομιλίας μου, πού θάναι μια απλή και συνοπτική ανάπτυξη μερικών απόψεων για τη σύγχρονη ποίηση, θάθελα να κάμω μιαν αναδρομή εξήντα  περίπου χρόνων, όταν ένας νεαρός σπουδαστής παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας και νεοελληνικής λογοτεχνίας, στη σοφίτα της γνωστής βίλλας Αλατίνι, όπου τότε είχε στεγασθεί το νεοϊδρυόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ήταν μια σχεδόν μυθική εποχή. Εκεί τότε κυριαρχούσαν δυο κορυφαίες μορφές ακαδημαϊκών διδασκάλων. Ό περίφημος αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας κι’ ο ακόμα πιο περίφημος γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκις. Είχαν σταλεί από την Κυβέρνηση για να βάλουν τις πρώτες βάσεις του Πανεπιστημίου. Εκεί κυκλοφορούσε και η γραφική φυσιογνωμία του Γεωργίου Σωτηριάδη, του πρώτου Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πού και τότε ακόμα τον ακολουθούσε η φήμη των «Ορεστειακών».
Εκεί αντίκρυσα, για πρώτη φορά την απρόσιτη καρλαϊλική μορφή του Γιάννη Αποστολάκη. Είχα ήδη διαβάσει, πριν από τρία χρόνια, το 1923, το πρώτο βιβλίο του, με τον τίτλο «Ή ποίηση στη ζωή μας». Το αμείλικτα αρνητικό εκείνο κείμενο του Αποστολάκη, πού διέγραφε από την πνευματική μας ζωή ολόκληρη τη Νεοελληνική Γραμματεία, έκτος από το Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, και πετούσε στο καλάθι των αχρήστων την ποίηση του Κωστή Παλαμά, είχεν εξοργίσει όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Ήμουν τότε κι’ εγώ ένας από τους νεαρούς θαυμαστές του Παλαμά. Και νομίζω πώς δεν έχει καμμιά σημασία, αν ύστερα από πολλά χρόνια, με την εμφάνιση νέων ποιητικών μορφών, η παλιά μας εκείνη παλαμολατρεία είχεν υποστεί διάφορες μεταλλαγές. Όμως, αν είχαμε πάψει κάποτε να λατρεύουμε τον Παλαμά, δεν είχαμε πάψει να τον σεβόμαστε. Και σε καμμιά περίπτωση δεν τον αρνηθήκαμε.
Τότε λοιπόν, στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόχε φέρει η τύχη, ένας νεαρός θαυμαστής του Παλαμά ν' αντιμετωπίζει την αμείλικτη αντιπαλαμική διδασκαλία του Αποστολάκη. Στο μάθημα του αντιδρούσα πάντοτε με μια συγκρατημένη διάθεση. Ποιος ξέρει; αναλογιζόμουν. Ίσως σε μερικά σημεία νάχε δίκιο ο Αποστολάκης. Όμως κάποτε, παίρνοντας αφορμή από μια σκόπιμη διαστρέβλωση της έννοιας ενός κειμένου του Παλαμά από τον Αποστολάκη, έχασα τον ψυχικό μου έλεγχο και κάθησα και τοΰγραψα ένα γράμμα, φυσικά με ύφος πού άρμοζε σε μαθητή προς διδάσκαλο. Τούλεγα πώς  ίσως ο Παλαμάς να μην ήταν ποιητής, όπως εκείνος το διακήρυττε. Ίσως ακόμα να ήταν και κακός γραφιάς. Όμως, μέ κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ξεχνάμε ότι υπήρχε και «του στραβού το δίκαιο». Και, στη συγκεκριμένη τουλάχιστο περίπτωση της σκόπιμης διαστροφής του κειμένου του Παλαμά από τον Αποστολάκη, «του στραβού το δίκαιο» βρισκόταν με το μέρος του Παλαμά.
Αποτέλεσμα της αποκοτιάς μου εκείνης ήταν να ειδοποιηθώ από τη Γραμματεία της Σχολής, ότι ήμουν ανεπιθύμητος στο μάθημα του Αποστολάκη. Έτσι, ο νεαρός εκείνος θαυμαστής του Παλαμά βρέθηκε έξω από τον ακαδημαϊκό παράδεισο της ποίησης. Κι' από τότε, εξήντα σχεδόν χρόνια, δεν έμεινε παρά ένας περιπλανώμενος ελεύθερος σκοπευτής του έντεχνου Λόγου, πού μια ειρωνεία της τύχης τον ξανάφερε σήμερα στον ίδιο χώρο, όπου άλλοτε κυριαρχούσε ο αποβολέας του.
Η ιστορία της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας θ' αργήσει ακόμα να πει τον καίριο λόγο της. Ωστόσο πιστεύω πώς ό Γιάννης Αποστολάκης ήταν μιά ακέραια πνευματική μορφή, ένα δυνατό κριτικό πνεύμα, πού είχε όμως κι' αυτός την «αχίλλειο πτέρνα» του, με το να υποστεί τή γοητεία της θεωρίας της καρλαϊλικής ηρωολατρείας. Οπωσδήποτε εκφράζω στη μνήμη του όλο το σεβασμό μου.
Και τώρα πώς θα τα καταφέρω να διηγηθώ το παραμύθι της εξηντάχρονης περιπλάνησης μου στον άφραχτο χώρο της ποίησης, συμπιέζοντας μέσα στά περιθώρια λίγης ώρας το απόσταγμα βιωμένων εμπειριών μισού και πλέον αιώνα;
Να μιλήσω για τα εναλλασσόμενα προβλήματα της ποίησης, από τον καιρό του Όμηρου ως τη δική μας εποχή, όπου ο παλιός Ορθός Λόγος, ξεντυμένος από το κλασικό του ύφος, έχει φορέσει τα παρδαλά ρούχα του παραλογισμού; Τούτο θάταν μια περιπλάνηση μέσα στο χώρο της Ιστορίας της ποίησης, όπου ο χρόνος μετριέται όχι με τις ώρες, άλλα με τους αιώνες.
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να περιορίσω τον πνευματικό μου ορίζοντα, τουλάχιστο στα όρια της δικής μας εποχής. 'Αλλά πριν το επιχειρήσω, νομίζω ότι είναι ανάγκη να καθορισθεί, κατά κάποιον τρόποο, η σχέση του δημιουργού προς το έργο του.
Καθώς το έχω σημειώσει και σε άλλα γραπτά κείμενα, πιστεύω πώς ό ποιητής είναι ο λιγώτερο αρμόδιος να μιλεί για το δικό του έργο. Υπάρχει πάντοτε ό κίνδυνος, μιλώντας γι' αυτό, να ερμηνεύει περισσότερο τις προθέσεις του, με τις όποιες ξεκίνησε για τη δημιουργία του, και λιγώτερο για το καλλιτεχνικό επίτευγμα. Η καλλιτεχνική δημιουργία υπόκειται στην επίδραση αστάθμητων δυνάμεων, πού συμπλέκονται στο υποσυνείδητο του καλλιτέχνη.
Τούτο σημαίνει πώς ο ποιητής είναι ενδεχόμενο να συλλαμβάνει ιδέες και να μεταδίνει μηνύματα, χωρίς να έχει ολοκληρωμένη συνείδηση της πραγματικής τους σημασίας. Κι' αυτό ακριβώς μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι ένα ποίημα μπορεί να επιδέχεται πολλές ερμηνείες, πού βρίσκονται έξω από τις αρχικές προθέσεις του ποιητή. Το θέμα όμως αυτό βγαίνει έξω από τα όρια της διανθρώπινης και διαχρονικής μορφής της ποίησης. Περιορίζεται στην υποκειμενική σχέση του  ποιητή   με  την  ποίηση.
Αν επιχειρήσουμε μιαν αναδρομή στη μακραίωνη πορεία της ποίησης, αρχίζοντας από την απώτατη αρχή της και φθάνοντας ως το ρομαντισμό και το συμβολισμό του 19ου αιώνα, θα διαπιστώσουμε μία συνεχή εναλλαγή των ποιητικών μορφών και μία αναπόφευκτη προσαρμογή τους στο πνεύμα της κάθε εποχής, θα διαπιστώσουμε όμως ακόμα πώς η Λογοτεχνία, μέσα στο χώρο της οποίας κινείται και η ποίηση, σε καμμιά περίπτωση δεν είχε διαψεύσει την ετυμολογική της σήμανση. Δηλαδή ποτέ δεν είχε πάψει να είναι η Τέχνη του Λόγου. Αλλά η τέχνη του λόγου και οποιαδήποτε άλλη τέχνη, είναι προϊόν μιας πνευματικής διεργασίας, πού εκπορεύεται από τον Ορθό Λόγο, όπως τον προσδιόρισε η φιλοσοφία του Κάντ. Έτσι επικυρώνεται η ευαγγελική ρήση πώς «έν αρχή ήν ο Λόγος».
Όμως στην εποχή μας, από τις αρχές ακόμα του 20οΰ αιώνα, τα πράγματα αρχίζουν κάπως να διαφοροποιούνται. Η λογοκρατούμενη τέχνη είχεν υποστεί έναν κορεσμό από τη συμπύκνωση του έλλογου στοιχείου. Κι' άρχισε να γίνεται αισθητότερη η ανάγκη μιας κάποιας μετατροπής στην παλιά παραδοσιακή τάξη. Σε τούτο βοήθησε και η βαθμιαία εισβολή στη ζωή μας των επιτεύξεων της νέας τεχνολογίας, πού ήταν μια μορφή κοινωνικής ανακατάταξης των παλιών τρόπων της ζωής. Έτσι έγινε αναπόφευκτη η δημιουργία και κάποιας αλλαγής στο μηχανισμό της διεργασίας του έντεχνου λόγου. Και η αλλαγή τούτη επέβαλλε τον παραμερισμό ορισμένων βασικών ως τότε αρχών της Τέχνης.
Ήδη και στο πνεύμα του σημερινού άνθρωπου έχει δημιουργηθεί η συνείδηση της αλλαγής πολλών τρόπων πνευματικής και κοινωνικής διαβίωσης. Και με τον κορεσμό, καθώς ειπώθηκε, της λογοκρατούμενης τέχνης, από τη συσσώρευση ρεαλιστικών στοιχείων, άρχισε μια περιπέτεια, για την αναζήτηση νέων σχέσεων ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του καλλιτεχνικού γεγονότος και στην ανατροπή της «παραδοσιακής τάξης».
Υπεύθυνη για την περιπέτεια αυτή, πού έχει οδηγήσει τη σύγχρονη τέχνη, και την ποίηση φυσικά, σε κάποιο αμφιλεγόμενο αδιέξοδο, είναι η αλόγιστη παρανόηση των νεωτερικών  αισθητικών  θεωριών  και  προ  πάντων      του κινήματος του  σουρεαλισμού.   Τονίζω  την λέξη παρανόηση, γιατί αρνούμαι να δεχθώ οποιαδήποτε ένοχη του σουρεαλισμού, πού αυτός   καθ’   εαυτός   υπήρξε   το   μεγαλύτερο   ίσως       αισθητικό κίνημα του αιώνα μας, μια επανάσταση για την ανατροπή της λογοκρατίας, που δυνάστεψε το ανθρώπινο πνεύμα επί αιώνες. Ο σουρρεαλισμός μάς όπλισε με μια καινούργια αίσθηση των πραγμάτων, μας βοήθησε να ιδούμε τις αντιδράσεις της ανθρώπινης συνείδησης πέρα από τα πράγματα. Μας οδήγησε προς την κρυμμένη ψυχή των πραγμάτων.
Η ολέθρια παρανόηση και παρερμηνεία του σουρρεαλισμού γεννήθηκε από την αδυναμία των ανώριμων και απροειδοποίητων ποιητών να διεισδύσουν ως τις ρίζες της μιας, της αναλλοίωτης μεγάλης Ποίησης. Βυθισμένοι στην ανεπάρκεια της παιδείας τους και στην ατελή αισθητική τους καλλιέργεια, ακόμα και στην αδυναμία τους να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά το πρωταρχικό έλλογο στοιχείο του ανθρώπινου πνεύματος, παραδόθηκαν  ασυναίσθητα  στη   συνειρμική  ανέλιξη της σκέψης, βρίσκοντας έτσι τη βολή τους και κρύβοντας τις αδυναμίες τους.
Ασχολήθηκα πάνω από εξήντα χρόνια με την ποίηση. Αυτό όμως δέ σημαίνει πώς οι εμπειρίες πού απέκτησα μου δίνουν το δικαίωμα ν' αποφαίνομαι με κάποιο κύρος για τη σύγχρονη τουλάχιστο ποίηση. Τα όρια της προσωπικής νοηματικής μου διαδικασίας υφίστανται κι’ αυτά μεταλλαγές μέσα στη ροή του χρόνου. Είναι φυσικό διαφορετικά να βλέπω τα έργα της δικής μου γενιάς και με διαφορετικό πρίσμα να προσδιορίζω την πνευματική θέση μιας πολύ νεώτερης γενιάς, από την όποια με χωρίζει το αμείλικτο χάσμα του χρόνου, όπου έχουν συντελεσθεί νέες και απροσδόκητες κάποτε πνευματικές ανακατατάξεις.
Η μέθοδος για την έρευνα των επιτεύξεων της Λογοτεχνίας, πού παρέχει τα περισσότερα εχέγγυα ασφάλειας, είναι η επισήμανση της ύπαρξης ενός αμετάβλητου διαχρονικού στοιχείου, πού βρίσκεται στον πρωταρχικό πυρήνα κάθε γνήσιας  μορφής τέχνης.
Μέσα στο πλήθος των διαφοροποιήσεων, πού θα εναλλάσσονται, θα τροποποιούνται και θ’ ανατρέπονται στην αέναη ροή του χρόνου και στη διαδοχή των «κατεστημένων», πού κι’ αυτά κάποτε είχαν ξεκινήσει με τη μορφή «επαναστατικών κινημάτων», λειτουργεί πάντοτε, με εναλλασσόμενες φυσικά μορφές, η Τέχνη του Λόγου. Άλλα ενώ είναι δυνατό, με κάποια προσπάθεια, να επισημανθεί το βασικό διαχρονικό στοιχείο, πού προαναφέρθηκε, στα καθιερωμένα από το χρόνο έργα της Λογοτεχνίας, είναι πολύ δύσκολο να το ανακαλύψουμε στα έργα της σύγχρονης συνειρμικής ποίησης.
Σε   σύγκριση   με   τις   παρωχημένες   εποχές, η αύξηση των ποιητικών συλλογών σήμερα έχει υπερβεί κάθε μέτρο αναλογίας. Τί σημαίνει ή ομοιομορφία αυτής της στιχουργικής πλημμύρας, όπου   είναι  δύσκολο  να  επισημανθεί   η  ύπαρξη ενόε προσωπικού τόνου; Μήπως η εγκατάλειψη των παλιών στιχουργικών μορφών, πού απαιτούσαν, επί τέλους, και κάποια δεξιοτεχνία, ύστερ' από   την   τραγικά   παρανοημένη   υιοθέτηση   του σουρεαλισμού,   δημιούργησε   ένα   είδος   ασυδοσίας, όπου βρήκαν τη βολή τους οι κάθε λογής φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες, ανεπάρκειες, εκφραστικές αδυναμίες, ακόμα και άγνοιες των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού;
Πολλές  φορές,  διαβάζοντας  ποιήματα νέων, αδόκιμων ακόμα και πρωτοφανέρωτων ποιητών, έχω βρεθεί στη δίνη μιας παραλογικής ακαταληψίας, σε σημείο πού ν’ αναρωτηθώ μήπως έχασα το λεωφορείο της εποχής μου και είμαι ανίκανος να συλλάβω το πνεύμα της ποίησης της νέας γενιάς. Μήπως αποτελώ μονάδα ενός ξεπερασμένου «κατεστημένου», ή μήπως τα εφόδια της μόρφωσης μου είναι ανεπαρκή για την κατανόηση ενός ασύγχρονου» ποιήματος; Προσπαθώ, μ’ όλη την ειλικρίνεια μου, να βρω ελαφρυντικά, πού θα δικαίωναν τη νεώτερη ποίηση, έστω κι’ αν στην προσπάθεια μου αυτή συνειδητοποιούσα τη δική μου πνευματική ανεπάρκεια.  Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό, αφού όχι μονάχα δε  μας δίνουν βοήθεια τα νέα ποιητικά κείμενα, άλλα, σε πολλές περιπτώσεις, μας προσφέρουν τεκμήρια για αρνητικά συμπεράσματα ; Θ' αποφύγω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, πού επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων τεκμηρίων.
Νομίζω πώς είναι λογικό, απαραίτητο ίσως, να ζητούμε από το νέο, τον πρωτοφανέρωτο ποιητή, να μας δώσει ένα δείγμα άρτιου πεζού λόγου, όπου δεν κρύβονται εύκολα οι εκφραστικές αδυναμίες ή ένα ιδεολογικό δοκίμιο, πού να φανερώνει τον τρόπο της διεργασίας των σκέψεων του. Έπειτα, με τον σίγουρο τούτον οπλισμό, έχει κάθε δικαίωμα να κηρύξει την επανάσταση του κατά του «κατεστημένου», να συντρίψει τα παλιά καλούπια, ν' αρνηθεί τις φθαρμένες «παραδοσιακές» μορφές, ν' αναζητήσει και να δημιουργήσει νέους τρόπους συσχετισμού των αισθητικών στοιχείων, φθάνοντας ως τα πιο ακραία όρια  μιας  «αισθητικής  αφαίρεσης».
Προσωπικά, παρά την προχωρημένη ηλικία μου, σε καμμιά περίπτωση δεν αρνήθηκα να συμπορευθώ με την κατηγορία των σύγχρονων ανθρώπων, πού και κοινωνικά και πνευματικά έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους στη λεγόμενη πρωτοπορεία. Παραδέχθηκα όλες τις νεωτεριστικές τάσεις στην Τέχνη και τη Λογοτεχνία. Ποτέ δεν απέρριψα ένα έργο, όσες φορές η δική  μου δεκτική ικανότητα δεν έβρισκε κάποιο λογικό τρόπο προσπέλασης στο βαθύτερο νόημα του. Όμως κατέχομαι από μεγάλη δυσπιστία μπρος σ’ ένα «ακατανόητο» έργο αδόκιμων νέων ανθρώπων, πού δε μας παρέχουν εχέγγυα δεδομένα.
Ελπίζω πώς έχει γίνει αντιληπτό, πώς με όσα ήδη ειπώθηκαν, δεν μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι αμφισβητείται στην ολότητα της ή άξια της νεώτερης ποίησης μας. Ή ελληνική ποίηση, στο διάστημα των τελευταίων 150 χρόνων, έχει να επιδείξει πολύ σημαντικές μορφές, πού εκπροσωπούν, με ξεχωριστούς τρόπους, την ποιητική προσφορά της κάθε γενιάς. Κι’ οι νεώτερες γενιές κρατούν μια σημαντική θέση στην Ελληνική Γραμματεία. Ακόμα και η έσχατη γενιά, η «επί θύραις ιστάμενη», πού ετοιμάζεται να πάρει τη σκυτάλη του μεγάλου αγωνίσματος, σύμφωνα με τον αμείλικτο νόμο της διαδοχής, έχει κι’ αυτή να επιδείξει ταλαντούχους ποιητές. Μια έρευνα θ' αποκαλύψει πώς οι νεώτεροι τούτοι ποιητές έχουν δώσει επιτυχείς εξετάσεις και στη γραμματική και στο συντακτικό. Αλλά με το πλήθος των άλλων, των απροειδοποίητων και απροετοίμαστων, τί πρόκειται να γίνει ; Απλούστατα θα ενταχθούν στην κατηγορία του πλήθους των ηλικιωμένων Ελλήνων, πού διηγούνται αυτάρεσκα ότι κι' αυτοί στα νιάτα τους κάποτε έγραψαν στίχους.
***
Η περιπλάνηση στον απέραντο χώρο της ποίησης είναι ένα θέμα ανοιχτό, πού δεν μπόρεσε να το κλείσει ούτε η τεράστια διεθνής βιβλιογραφία. Νομίζω πώς η σημερινή περίπτωση θα επέτρεπε ίσως να περιορίσουμε τον περίπατο μας στη δική μας αυλή. Στη μεγάλη αυλή της Θεσσαλονίκης.  Η  πολιτεία τούτη, με το βάρος μιας ιστορίας 2.300 χρόνων, υπήρξε ο μεγάλος μου πόνος και το μεγάλο μου πάθος. Όσοι τυχόν έχουν διαβάσει τις «Σελίδες Αυτοβιογραφίας», είναι σε θέση να εννοήσουν την ειδική σημασία των δύο τούτων λέξεων. Ο πόνος και το πάθος.
Στην αρχή της εφηβείας μου εδώ είχαν αρχίσει να ακούονται τα τιτιβίσματα των πρώτων μου   στίχων.   Όμως   η   Θεσσαλονίκη   δεν   ήταν μονάχα υποβολέας ποιητικών μηνυμάτων. Ήταν κι’ ο μεγάλος διαμορφωτής ολόκληρης της ζωής μου. Εδώ δοκίμασα τα ευτυχισμένα σκιρτήματα της παιδικής μου ηλικίας. Εδώ γεύθηκα αργότερα, σε καιρούς δύσκολους, την πικρή φτώχια, τη δυστυχία, την πείνα, την αρρώστια, τη σκληρή δοκιμασία του θανάτου, Κ' εδώ, στην ωριμότητα μου, ακούσθηκε ο πρώτος ήχος της Ανάστασης.
Σ’ όλα τα γραπτά κείμενα μου υπάρχουν εμφανή τα ίχνη των βημάτων μου πάνω στους δρόμους της αγαπημένης πολιτείας. Όσες φορές οι περιστάσεις μ’ είχαν υποχρεώσει να μείνω μακρυά της, όπου κι’ αν βρισκόμουν, ένοιωθα να βαραίνει μέσα μου ο πόνος του νόστου.
Στη διαδρομή των χρόνων, ήρθαν καπότε κ’ οι φοβεροί σεισμοί του 1978. Ταξίδευα τις μέρες εκείνες με τη σύντροφο της ζωής μου, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εκεί είχεν έρθει αόριστο και συγκεχυμένο το πρώτο μήνυμα της συμφοράς. Το ψυχικό τραύμα ήταν βαρύ. Και πήραμε αμέσως το αεροπλάνο από τη Βουδαπέστη και γυρίσαμε στην Αθήνα. Και περάσαμε πάνω από μια κατασκότεινη και νεκρή Θεσσαλονίκη. Είχε πεθάνει λοιπόν ή αγαπημένη πόλη;
Εκείνο το βράδυ έκλαψα πικρά για την μεγάλη συμφορά. Πώς ήταν δυνατό νάναι νεκρή η πόλη μου κ' εγώ νάμαι ακόμα ζωντανός; Στην απόγνωση μου παρακάλεσα, αν πέθαινα οπουδήποτε άλλου, να με φέρνανε και να με θάψουνε στα χώματα της. Και την άλλη μέρα ήρθαμε στη ρημαγμένη πατρίδα, για να μοιρασθούμε τη δοκιμασία της με τους άλλους συμπατριώτες μας.
Αργότερα, όταν κάπως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει, βρεθήκαμε στο Λονδίνο. Εκεί, κάποια μέρα, περιδιαβάζοντας περίλυπος στις όχθες του Τάμεση, αναλογίσθηκα το θρήνο των Εβραίων, επί των ποταμών Βαβυλώνος, για τη χαμένη τους πατρίδα. Και το ίδιο βράδυ ξέσπασε κι' ο δικός μου θρήνος για τη δική μου πατρίδα. Κ’ έγραψα το δικό μου τώρα θρήνο «Έπί τών ποταμών  Βαβυλώνος».
Παρακαλώ νά μου επιτραπεί να κλείσω την ομιλία μου, με την απαγγελία τούτου του θρήνου.



ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ

Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.

Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.

Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απ’ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.

Πως ν’ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;

Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσ’ απ’ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλωμό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.

Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη».

Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.

Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.

Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;

Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ώ Πόλη λατρεμμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.

Λατρεμμένη Πόλη; Μ’ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σ’ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;

Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μ’ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;

Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απ’ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;

Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.

Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απ’ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απ’ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.

Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;

Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Εάν επιλάθωμαί σου, ώ Θεσσαλονίκη,
η αρά επιπέσοι των προγόνων μου επ’ εμέ.
Άλλαλος είη η γλώσσα μου, εάν μή σου μνησθώ.

Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978

Γ.  Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ


Ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (1903-1996) ήταν Έλληνας ποιητής, καταγόμενος από τη Γευγελή.
Γεννήθηκε στη Γευγελή, ως δευτερότοκος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας, το γένος Δεμερτζή και είχε 5 αδέρφια. Αποφοίτησε από την αστική σχολή Γευγελής και μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, όταν η οικογένειά του εκπατρίστηκε, έζησε στην Έδεσσα, το Φανό Κιλκίς και τη Γουμένισσα. Το 1917, η οικογένειά του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο (1923). Τη χρονιά αυτή, μετέβηκε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ. Χατζιδάκη. Τελικά, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του γιατί έπασχε από φυματίωση και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1924. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη παραμονή του στην Αθήνα.
Πρώτα βήματα στη λογοτεχνία
Η πρώτη του προσπάθεια να γράψει ποιήματα ήταν σε ηλικία 15 ετών, όταν έπλεξε ένα έμμετρο εγκώμιο στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1921 δημοσιεύει τα ποιήματά του:
    Γυναίκα, στο περιοδικό "Σφαίρα", και
    Ελεγείο στους Αδικοσκοτωμένους, στο περιοδικό "Νουμάς"
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα (1923-1924) γνωρίστηκε με τον Kωστή Παλαμά και με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Το 1927 εμφανίστηκε πρώτη φορά, επίσημα, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Nέα Eστία», μετά από εισήγηση του Κωστή Παλαμά.
Σταδιοδρομία
Μετά την επιστροφή του, στη Θεσσαλονίκη, το 1924 ανέλαβε, από κοινού με τον Κώστα Κόκκινο, τη διεύθυνση του περιοδικού "Μακεδονικά Γράμματα". Aπό τότε συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες, όπου δημοσιεύονταν ποιήματα, διηγήματα και άρθρα του. Διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1932, όπου το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Υπήρξε διευθυντής της έως το 1963. Στη Γερμανική κατοχή, αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Γιώργο Θέμελη, με τους οποίους συνδέθηκε στενά. Επίσης το διάστημα αυτό, συνδέθηκε με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καισαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Μετά από πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, το 1951, ταξίδευσε στην Αγγλία, για να μελετήσει τη λειτουργία των Βρετανικών βιβλιοθηκών. Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού "Μακεδονικές Ημέρες". Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964-1967). Υπήρξε επίσης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1980), επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1988), μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966) και μέλος της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973).
Η ζωή του

Το 1924 γνωρίστηκε με την Ανθούλα Σταθοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1931. Κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, το 1925 αλλά απαλλάχτηκε από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1935 πέθανε η σύζυγός του. Το 1938 ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, την οποία και παντρεύτηκε το 1946. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαιρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το 1957 ταξίδευσε στις Η.Π.Α.. Το καλοκαιρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στην Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, το 1967. Τη χρονιά αυτή, καθώς και την επόμενη, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα. Επίσης, το 1968 ταξίδευσε σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γερμανία, το 1969 στην Ιταλία, το 1970 στην Ισπανία και το 1973 στη Σκανδιναβία. Το 1974 επισκέφτηκε την Κύπρο. Την ίδια χρονιά έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή.
Έχει τιμηθεί με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Αριστείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972)
Το 1979 το ζεύγος Βαφόπουλου διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για τη δημιουργία πνευματικού κέντρου στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Έτσι, ανεγέρθηκε και ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Η νέα Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης υπήρξε όραμα του Γιώργου Βαφόπουλου και με δωρεά του το 1989 ξεκίνησε η ανέγερσή της.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη, μετά από δίμηνη νοσηλεία σε κλινική της πόλης.
Το έργο του
Tο συγγραφικό και ποιητικό έργο του Γιώργου Βαφόπουλου είναι πλουσιότατο. Μέσα σε αυτό, απεικονίζεται η ζωή της πόλης επί Tουρκοκρατίας και ως τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, με πάρα πολλά στοιχεία. Ένα από αυτά τα έργα είναι και η τελευταία μελέτη του «Tο παραμύθι της Θεσσαλονίκης», το οποίο έγραψε το 1993. Ξεκίνησε από το νεοσυμβολισμό και την ανανεωμένη παράδοση, με επιρροές από τον Παλαμά, τον Kαβάφη, τον Mποντλέρ και τον Kαρυωτάκη. Στράφηκε αργότερα με την Προσφορά, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους, σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα του υπερρεαλισμού, χωρίς να παρακολουθεί τα συνθήματά του. H ποιητική του φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή.
Σημαντικότερα έργα του:
    Tα ρόδα της Mυρτάλης, 1931, ποιητική συλλογή
    H Mεγάλη Nύχτα και το Παράθυρο, 1959, ποιητική συλλογή
    Eπιθανάτια και Σάτιρες, 1966, ποιητική συλλογή
    Tα Eπιγενόμενα, 1966, ποιητική συλλογή
    Aπό το 1970 ώς το 1975 εξέδωσε το τετράτομο έργο του Σελίδες Aυτοβιογραφίας, το οποίο συμπλήρωσε με τον πέμπτο τόμο το 1991.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1990

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: