Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Ένα ταξίδι μνήμης στην αντιστασιακή ιστορία της Πλάκας




Ένα ταξίδι μνήμης στην αντιστασιακή ιστορία της Πλάκας
Υπάρχουν σημεία της Πλάκας στα οποία διαδραματίστηκαν κάποιες αντιστασιακές ιστορίες στην Κατοχή και έχει ενδιαφέρον να σας τα γνωρίσουμε και να σας προτείνουμε, κάποια στιγμή, να κάνετε μια βόλτα και να τα δείτε



To ταξίδι μας ξεκινά από τη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά, στην οδό Πρυτανείου 1, όπου βρίσκεται η καμπάνα που λέγεται πως πρώτη σήμανε την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944. Η περιοχή όπου βρίσκεται η εκκλησία στα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε την αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας. Ο ναός στηρίζεται κυριολεκτικά στους πρόποδες του βράχου της Ακρόπολης.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά βρίσκεται βορειοανατολικά της Ακρόπολης, επί της οδού Πρυτανείου, στην περιοχή Αναφιώτικα, στην Πλάκα. Ο ναός κυριολεκτικά στηρίζεται στους πρόποδες του βράχου της Ακρόπολης και αγναντεύει το λόφο του Λυκαβηττού. Θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα βυζαντινά μνημεία της πόλης των Αθηνών, καθώς και το κέντρο της γειτονιάς που αναπτύχθηκε γύρω από τον ναό. Εξάλλου η κοντινή προς αυτόν είσοδος του αμυντικού τείχους έχει λάβει το όνομα «η Πύλη του Ραγκαβά».
Ο ναός χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα και αρχικά ήταν ιδιωτικός στη συνέχεια, όμως, έγινε και παραμένει μέχρι τις μέρες μας ενοριακός ναός. Ανηγέρθη από την αυτοκρατορική οικογένεια του Μιχαήλ Ραγκαβά Α΄, σπουδαία βυζαντινή οικογένεια στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, από την οποία πήρε και το όνομα του ο ναός.
Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ναού επιβεβαιώνουν την κατασκευή του περί το 1.040-1.050 μ.Χ., καθώς ομοιάζουν με αυτά αρκετών εκκλησιών της περιόδου αυτής. Τον 19ο αιώνα πραγματοποιήθηκε η δυτική επέκταση του ναού, με την προσθήκη νάρθηκα και κωδωνοστασίου, που αλλοίωσε την αρχική μορφή του μνημείου. Ο ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή μετά από εργασίες συντήρησης που έλαβαν χώρα το 1979-1980, κατά τις οποίες αποκαλύφθηκαν αρκετά στοιχεία, όπως ο τρούλος, η οροφή και η βόρεια πλευρά.
Φημίζεται ότι στο ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά τοποθετήθηκε η πρώτη καμπάνα, που απέκτησε ναός των Αθηνών μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος. 


Κατά την περίοδο τον Οθωμανικού ζυγού η χρήση καμπανών απαγορευόταν με διάταγμα (τσαλί). Στις 24 Μαΐου 1833, όταν τα οθωμανικά στρατεύματα παρέδωσαν το φρούριο της Ακρόπολης, ταυτόχρονα με την ανύψωση της ελληνικής σημαίας χτύπησε και η καμπάνα αυτή, που βρισκόταν στ κρύπτη και σήμερα μπορούμε να δούμε στον πρόναο της εκκλησίας. Μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους καταργήθηκαν τα ξύλινα σήμαντρα, και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου ήταν η πρώτη, στην οποία επετράπη να χρησιμοποιήσει καμπάνα. Στις 13 Δεκεμβρίου 1834 η κυβέρνηση μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα και την ίδια μέρα ενθρονίστηκε ο Όθωνας, οπότε χτύπησε και πάλι η καμπάνα αυτή.
Η καμπάνα είναι κατασκευασμένη στην Κινέττα της Ιταλίας και, όπως γράφει στα λατινικά, είναι «ργο λεξάνδρου κα δελφο, τς πόλης Κινέτα». Έχει ανάγλυφο τον Εσταυρωμένο, τον Απόστολο Παύλο με τη μάχαιρα (του Πνεύματος) και τη Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα, με κρίνο στο χέρι.
Η καμπάνα ήταν επίσης η πρώτη που σήμανε την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου 1944 και κατά τη στιγμή της έπαρσης της ελληνικός σημαίας στην Ακρόπολη.
Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, τελείται Δοξολογία στον ναό, και στο τέλος χτυπούν την καμπάνα όλοι οι παρευρισκόμενοι, για να ζωντανέψουν με χαρά τις μέρες εκείνες της απελευθέρωσης όπου η ίδια καμπάνα, με τους ίδιους αναλλοίωτους ήχους, σκόρπισε το μήνυμα της ανάστασης του Γένους έπειτα από 400 χρόνια δουλείας. 
Ο ναός χαρακτηρίζεται για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του δόμηση. Στη βορειοανατολική πλευρά δύναται κανείς να εντοπίσει τη μεσοβυζαντινή διαρρύθμιση των προσόψεων και των περιθωρίων. Η τοιχοποιία ακολουθεί τον τύπο cloisonne, δηλαδή έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευμένες πέτρες με τέσσερις πλευρές, περιστοιχισμένες από τούβλα (πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία).
Επιπλέον χαρακτηρίζεται από κουφικό κεραμοπλαστικό διάκοσμο, δηλαδή τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων που μιμούνται την αραβική γραφή στην οποία γράφτηκε πρώτη φορά το Κοράνι στην πόλη Κούφα του σημερινού Ιράκ. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν αρκετά αρχαία αρχιτεκτονικά υλικά, με ιδιαίτερο στοιχείο τη διπλή σειρά με γεισίπους γύρω από το εξωτερικό τμήμα του ναού.
Ο τρούλος επίσης είναι χαρακτηριστικός της περιόδου. Πρόκειται για μικρό, οκταγωνικό τρούλο, αθηναϊκού τύπου. Ο ναός εν γένει είναι τετρακίονος, σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και ομοιάζει με αυτόν των Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο και το ναό της Μεταμορφώσεως στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης. Πολύ αργότερα προστέθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη βόρεια πλευρά.
Σήμερα ο επισκέπτης του ναού δύναται να θαυμάσει το υπέροχο αυτό βυζαντινό μνημείο της Αθήνας, να ατενίσει την πόλη και να απολαύσει τον περίπατό του γύρω από το ναό, στα στενά σοκάκια, που ταξιδεύουν τον περιπατητή σε αλλοτινές εποχές...



Ανηφορίζοντας στα Αναφιώτικα  θα φέρετε ασφαλώς στη μνήμη σας την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην Ελλάδα, το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από τον Απόστολο Σάντα και τον Μανώλη Γλέζο στις 31 Μαΐου του 1941.


Ευρισκόμενοι στα Αναφιώτικα θυμηθείτε ότι στη γειτονιά αυτή έζησε η Μαρίζας Κωχ που είναι κόρη Γερμανού αξιωματικού, ο οποίος σκοτώθηκε από τους ίδιους τους κατακτητές. Η ίδια έχει παλαιότερα μιλήσει στο Lifο γι’ αυτή την ιστορία: «…Τελευταίο μήνυμα που πήρε η μάνα μου από τον πατέρα μου ήταν από τα κρατητήρια του Πειραματικού Γυμνασίου στο Κολωνάκι, όπου οι Ες-Ες φυλάκιζαν όσους Γερμανούς στρατιώτες είχαν κάνει οικογένεια με Ελληνίδες. Κατά την οπισθοχώρηση, όταν οι Γερμανοί άδειαζαν το κτίριο και εγκατέλειπαν την Αθήνα, νέοι επονίτες είχαν ανέβει στο καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και πυροβολούσαν. Μεταξύ τους και ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος, πολλά χρόνια μετά, στη συναυλία της Μεταπολίτευσης, μου αφηγήθηκε πως στα κρατητήρια βρήκαν τα πτώματα πολλών Γερμανών αξιωματικών που οι δικοί τους άφησαν πίσω, αποχωρώντας ηττημένοι…».


Κατηφορίζοντας την οδό Στράτωνος, θα συναντήσετε το μνημείο που είναι αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Κουκίδη, τον εύζωνο που αρνούμενος να παραδώσει την ελληνική σημαία στους Γερμανούς, τυλίχτηκε με αυτήν κι έπεσε από την Ακρόπολη
Μην παραλείψετε να κάνετε μια στάση  στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, στην οδό Περιάνδρου. 


Η Οικία Κωστή Παλαμά,  σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται επί της οδού Περιάνδρου αριθμός 5 εδώ στη συνοικία της Πλάκας, απέναντι και με θέα τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.  Το 1935, ο Κωστής Παλαμάς, σε μεγάλη πια ηλικία, αναγκάστηκε να μετακομίσει, μετά την έξωσή του από την προηγούμενη κατοικία του στην οδό Ασκληπειού αριθμός 3, κατεδαφισμένη σήμερα όπου είχε ζήσει περισσότερα από σαράντα χρόνια (1894 - 1935). Στο πλακιώτικο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5  σ' ένα από τα δύο διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου κατοικούσε ο Παλαμάς μαζί με τη σύζυγός του Μαρία Βάλβη και την κόρη τους Ναυσικά. Σε αυτό το σπίτι, ο Παλαμάς έγραψε πολλά από τα ποιήματα και λογοτεχνήματά του. Στο σπίτι αυτό έζησε ο Παλαμάς τα τελευταία χρόνια της ζωής του κι άφησε την τελευταία του πνοή, εν μέσω γερμανικής Κατοχής, στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Στο σπίτι αυτό έζησε ο ποιητής από το 1935 μέχρι τον θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, εν μέσω γερμανικής Κατοχής. Η κηδεία του, όπως είναι γνωστό, υπήρξε ένα σημαντικό αντιστασιακό γεγονός, με τον Άγγελο Σικελιανό να απαγγέλλει το περίφημο ποίημα που έγραψε το ίδιο εκείνο βράδυ: «Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»


Πολύ φοβάμαι πάντως ότι θα αισθανθείτε την ίδια απογοήτευση που αισθανθήκαμε και εμείς για την εικόνα που παρουσιάζουν ο δρόμος και το σπίτι του μεγάλου ποιητή που είναι επιεικώς απαράδεκτη.
Το σπίτι του Κωστή Παλαμά, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο από την Εφορεία Νεώτερων Μνημείων, κινδύνεψε το 2011 να βγει στο σφυρί λόγω χρεών της ιδιοκτήτριας, αλλά την τελευταία στιγμή έγινε ρύθμιση με την τράπεζα και ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε.


Το σπίτι των Σεφεριάδη-Τσάτσου βρίσκεται στο νούμερο 9 της οδού Κυδαθηναίων. Στο ισόγειο του τριώροφου αυτού μεγάρου που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920 έμενε ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης όποτε βρισκόταν στην Αθήνα.. Στον μεσαίο όροφο έμενε ο πατέρας του και στον δεύτερο η αδερφή του, επίσης ποιήτρια, Ιωάννα Τσάτσου-Σεφεριάδη μαζί με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο, καθηγητή Φιλοσοφίας και πρώην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εδώ ας αναλογιστούμε τη στάση του μεγάλου ποιητή απέναντι στα γεγονότα της εποχής, αλλά και αργότερα, κατά τη δικτατορία, με τις προφητικές δηλώσεις του εναντίον της χούντας. 

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.


Μην παραλείψετε όμως και ένα πέρασμα από την ιστορική οδό Τριπόδων, – έναν δρόμο με ιστορία 25 αιώνων – που τον αναφέρει ο Παυσανίας, στο «Ελλάδος Περιήγησις»: «Έστι δε οδός από του πρυτανείου καλουμένη Τρίποδες∙ αφ’ ου καλούσι το χωρίον, ναοί όσον ες τούτο μεγάλοι και σφισιν εφεστήκασι τρίποδες, χαλκοί».
Είναι ένας δρόμος που αναφέρεται και στο βιβλίο με τα ελληνικά ρεκόρ Γκίνες, σαν ο μακροβιότερος δρόμος της πόλης που έχει διατηρήσει την ίδια ονομασία για 25 σχεδόν αιώνες.
Ήταν από τους φαρδύτερους δρόμους της αρχαίας Αθήνας, με πλάτος έξι μέτρα και ο πιο σύντομος για να πάει κάποιος από το θέατρο του Διονύσου έως την Αγορά. Ξεκινούσε από την είσοδο το τεμένους του Διονύσου, πήγαινε περιφερειακά της Ακρόπολης προς την ανατολική πλευρά, διέτρεχε το βόρειο τμήμα του ιερού βράχου και κατέληγε στο Πρυτανείο της Αγοράς. Την αρχαία αυτή οδό, διέσχιζαν και οι νυχτερινές λαμπαδηδρομίες που γίνονταν προς τιμήν του Θεού Διονύσου. Πήρε το όνομά της από τους χάλκινους τρίποδες που τοποθετούνταν κατά μήκος της....


Στο δρόμο αυτό  θα δείτε και σπίτια όπου έχουν γυριστεί διάφορες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου μεταξύ των οποίων και το “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.
Το Οι Γερμανοί ξανάρχονται είναι ο τίτλος σατιρικής/κωμικής/κοινωνικής, ελληνικής, κινηματογραφικής ταινίας, σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ, (Ένωσις Συνεργαζόμενων Καλλιτεχνών), η οποία προβλήθηκε στον κινηματογράφο το 1948, σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Το σενάριο το έγραψε ο σκηνοθέτης, με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, το οποίο βασίστηκε σε δικό τους θεατρικό έργο.
Επίκεντρο της ταινίας είναι ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης o Θόδωρος μετά τον πόλεμο και την Κατοχή στην Αθήνα βλέπει τα εμφύλια πάθη να θεριεύουν και όλοι να έχουν ξεχάσει το δράμα της Κατοχής. Μια μέρα στον ύπνο του βλέπει ένα όνειρο πως οι Γερμανοί ξανάρχονται και όλοι αρχίζουν να ξαναζούν την αγριότητα που ζούσαν, μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Η ταινία ξεκινά με τον Θόδωρο να ψωνίζει από ένα πλανόδιο πωλητή, όπου και συναντά ένα γνωστό του, ενώ παρακάτω τσακώνονται δύο άτομα για τα πολιτικά, με τον Θόδωρο να διαφωνεί με όλα αυτά. Λίγο πιο κάτω βλέπει έναν τραυματία, ενώ παρακάτω γίνεται θύμα διασταυρωμένων πυρών, χωρίς όμως να του συμβεί κάτι. Επιστρέφοντας σοκαρισμένος στην αυλή όπου ζούσε, λέει στους γείτονες του πόσο αποστρέφεται αυτή την κατάσταση, που μετά τον πόλεμο, η Ελλάδα δεν μπορεί να βρει ησυχία. Εν τω μεταξύ, ένας από τους γείτονές του, ο Ζήσης, διαβάζει στην εφημερίδα ότι ο Χίτλερ, τελικά, ζει, κάπου στο Τιρόλο, μαζί με την Εύα Μπράουν. Μη θέλοντας να ακούει άλλα, πάει στην καρέκλα του και τον παίρνει ο ύπνος.
Όμως, ξυπνάει απότομα, όταν ακούει φωνές απ' έξω, ότι η Ευρώπη δέχεται επίθεση από τους Γερμανούς ξανά. Τότε, αρχίζει μία αφήγηση, για το πώς η Γερμανία αρχίζει να κυριαρχεί ξανά στην Ευρώπη. Αφού τελειώσει η αφήγηση, η ταινία επιστρέφει στην αυλή, όπου όλοι μαζί ακούνε γερμανικά στο ραδιόφωνο. Η δεύτερη αυτή Κατοχή τους βρίσκει ξανά στην πείνα και στην εξαθλίωση: ο Ζήσης έκανε ψητό τον σκύλο, τον Φλοξ, η Ουρανία (γυναίκα του Θόδωρου), βράζει τον Πισπιρίγκο, ένα καναρίνι, για την κόρη τους κ.λπ. Παράλληλα, παρατηρούσαν έναν τύπο να τους παρακολουθεί και να κάνει βόλτες έξω από την αυλή τους. Κάποια στιγμή, ο τύπος αυτός, μπαίνει μέσα στην αυλή τους, και μετά από ανάκριση, βρίσκει ένα ραδιόφωνο που είχαν κρύψει στο πηγάδι τους & τότε συλλαμβάνονται όλοι οι άντρες της αυλής.


Η ταινία, μετά, μεταφέρεται στις φυλακές, όπου όλοι βρέθηκαν στο ίδιο κελί, ενώ μαζί τους βρίσκεται κι ένας πατριώτης που τους λέει ότι τα κάγκελα είναι φαγωμένα και θα μπορέσουν να φύγουν. Αφού μπόρεσαν να φύγουν, τελικά βρίσκονται σε μία ψυχιατρική κλινική, στην οποία περίμεναν πέντε πατριώτες, ώστε να τους οδηγήσουν στα βουνά. Ο Θόδωρος μένει μόνος του, ώστε να μιλήσει με τον Νίκο, ο οποίος θα τους οδηγούσε εκεί. Τελικά, εμφανίζεται ένας τρελός, με τον οποίον αρχικά ο Θόδωρος συμφωνούσε σε όλα, κατόπιν λύνεται η παρεξήγηση, μόνο που οι Γερμανοί είχαν έρθει κι αυτοί στην κλινική. Έτσι, εκείνος ο τύπος εμφανίζεται ξανά, όμως η ηρωική κίνηση της Έλλης, τον αφοπλίζει και, τελικά, τον ακινητοποιούν, δένοντάς τον σε μία καρέκλα. Κατόπιν, αρχίζει η ανταλλαγή πυρών.
Η ταινία, τελειώνει, με τον Θόδωρο να παραμιλάει στον ύπνο του. Άργησε, βεβαίως, αλλά, τελικά, κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν ένας εφιάλτης, βλέποντας τους γείτονες του, στην καθιερωμένη ρουτίνα τους. Τελειώνοντας, αρχίζει ένας μονόλογος του Θόδωρου, απευθυνόμενος στον καναρίνι τους, το οποίο τελικά το αποδεσμεύει από το κλουβί του.
Καλή περιήγηση

Οι πληροφορίες για το ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά είναι της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου Υπεύθυνης Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

http://ragkavas.gr/el/τ-στορικ-το-ερο-ναο

Δεν υπάρχουν σχόλια: