Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..»





«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..»
Πολλές φορές, όπως θα γνωρίζουν οι αναγνώστες μας, έχουμε έρθει να ξεδιψάσουμε στην πηγή της γνώσης και της πίστης της βαθιάς της αληθινής, που κάνει να ξεχωρίζουν τα πολύτιμα βιβλία - βιώματα του ίδιου του συγγραφέως, αλλά και του ελληνικού λαού. Καθηγητής Πανεπιστημίου στον κλάδο της Λαογραφίας ο κ. Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, έχει ενσταλάξει τη σοφία και την ευαισθησία του στη σειρά των εκλεκτών εκδόσεων του Φιλιππότη «Λαογραφία - Παράδοση». Κι όταν στην πόλη τα παράθυρα κλείσουν ερμητικά και οι δρόμοι αρχίζουν να ερημώνουν, γιατί ο κόσμος «ρολάρει» προς τις ρίζες του, προς τα χωριά του, τότε εμείς που μένουμε, ανοίγουμε τις σελίδες των «Πασχαλινών και της Ανοιξης» και αφήνουμε την ωραία, τίμια, με απόηχο Παπαδιαμάντειο γραφή του Λουκάτου να μας συνεπάρει.
Μεγάλη Πέμπτη απόψε, ας κλείσουμε τις «φωσφορίζουσες», αν μπορούμε να βαδίσουμε προς κάποια εκκλησία, υπακούοντας στο πένθιμο κάλεσμα της καμπάνας, για να ακούσουμε τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Να θυμηθούμε τις μέρες που πέρασαν ανεπιστρεπτί, τότε που οι μητέρες και οι θειάδες έπλεκαν τις λευκές βιολέτες σε στεφάνια ή έσμιγαν τις ολόφρεσκες γαρδένιες σε κύκλο ευωδιάς για να τις απιθώσουν, ευλαβικά, στα πόδια του Σταυρού του Μαρτυρίου. Τώρα τις αγοράζουν από το ανθοπωλείο, στην καλύτερη περίπτωση. Ή παίρνουν ένα πλαστικό στεφάνι -αλλά δεν πειράζει, αρκεί η πρόθεση της προσφοράς, της συμμετοχής στο Θείο Δράμα, στην Άκρα Ταπείνωση...
Καλύτερα όμως να αφήσουμε τον Δημήτριο Δουκάτο να μας σεργιανίσει στο Αργοστόλι του 1923, σ' ευλαβικό περίπατο -προσεισμικό, όπως το λέει— στον κόσμο των παιδικών του χρόνων, τότε που εκείνος ήταν «παπαδάκι»-«μαθητάδες» τα λέγανε-κι ο πατέρας του ο Σωτήρης ο καλύτερο ψάλτης...
Μεγάλη Πέμπτη στ' Αργοστόλι
...«Είμαστε τέσσαροι "μαθητάδες" που βοηθούσαμε τον παπά Λαγγούση. Εκτός από την εύνοια του παπά -γράφει ο Δημ.Σ. Λουκάτος- είχα και το θάρρος του πατέρα μου, που ήταν ψάλτης εκεί. Εκείνο λοιπόν τ' απόγευμα ετοιμάσαμε την εκκλησιά για τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» με πάστρα και με φροντίδα. Σουρούπωνε πια κι ακούαμε τον κόσμο που μαζευόταν στο λιθόστρατο ή χτυπούσε τις πόρτες αδημονώντας. Ήταν καιρός ν'  ανοίξουμε. Η ακολουθία άρχιζε στις οκτώ το βράδυ. Ο κόσμος γέμιζε πάντα "πήχτρα" την εκκλησιά. Εμείς οι "μαθητάδες" τρέχαμε από 'δω κι από 'κει να προλάβουμε ένα σωρό δουλειές.
Είχαμε να παραλαίνουμε τα κεριά και τα «φιόρα» που έφερναν οι ενορίτισσες για το Σταυρό -χύμα λουλούδια κι όχι στεφάνια- είχαμε να σβήνουμε τα κεριά των πολυελαίων, που ξελαμπάδιζαν, είχαμε να κουβαλάμε καρέκλες στις ηλικιωμένες κυρίες και στους γέροντες που δεν βρήκαν στασίδι.
Ο παπά Λαγγούσης ήταν σκυμμένος διαρκώς πίσω από τις τρύπες του ξυλόγλυπτου Τέμπλου και από 'κει παρακολουθούσε την κίνηση του εκκλησιάσματος. Κάθε τόσο μου φώναζε: — Μίμη, καρέκλα τση σιόρα-Μπάρμπαρας.
— Μίμη, η κυρία Αντζολα.
— Μίμη, ο γιατρός ο Μικελώτος.
Κι όλο έτρεχα να στείλω ή να κουβαλήσω από μια καρέκλα στις προσωπικότητες που μου παράγγελνε. Ευτυχώς είχαμε κάμει από νωρίς προμήθεια από το καφενείο του "Τσαμεναράκη" και έτσι περίσσευαν για να περιποιηθώ και εγώ ιδιαίτερα τις μητέρες των γνωστών μου κοριτσιών.
...Το καλλιτεχνικό γεγονός, για όλες τις εκκλησιές τ' Αργοστολίου, ήταν απόψε το ψάλσιμο του «Σήμερον κρεμάται». Ιδιαίτερα στο Σωτήρα, όπου θα το 'λέγε ο πατέρας μου, ο κόσμος ξεσηκωνότανε και ερχόταν από νωρίς να πάρει θέση. Άνθρωποι που δεν πατούσαν άλλοτε στην εκκλησιά, έφταναν εκείνο το βράδυ ως το κατώφλι της πόρτας της και περίμεναν... Μεγαλόπρεπη και κατανυχτική σκηνή. Ο παπά Λαγγούσης έβγαινε με τον Σταυρωμένο στα χέρια του στην Ωραία Πύλη και εκεί στεκόταν ακίνητος, αμίλητος, σεμνός. Είχαμε σβήσει γύρω τα άλλα φώτα της εκκλησιάς και απόμεναν μονάχα, πίσω από τις πλάτες του, τ' αναμμένα κεριά της άγια-Τράπεζας, που δίνανε υποβλητική γραμμή στη σιλουέτα του. Κάτου από τα σκαλοπάτια του "σολέα", ακριβώς αντίκρυ από τον παπά, είχε κατέβει και στεκόταν ο πατέρας μου τριγυρισμένος από πλήθος ισοκράτες, βαθύφωνους και τεχνικούς. Περίμενε λίγο και ύστερα, μέσα στην απόλυτη σιγή, άρχιζε πάνω στο βαθύ ισοκράτημά τους, γλυκά, συγκρατημένα και μελοδραματικά τους πρώτους στίχους του «Σήμερον κρεμάται»... Οι λέξεις του Πάθους αποδίνονταν με τη σημασία τους. Πόσο παραστατικά έψαλλε ο πατέρας μου το "περιτίθεται", το "ράπισμα", το "λόγχη", το "εν νεφέλαις"! Εκτός από τη γλύκα της φωνής του είχε και τέχνη ηθοποιού, καθώς έψαλλε. Γι' αυτό όλοι τον άκουγαν συνεπαρμένοι, και όταν τέλειωνε, πήγαιναν πολλοί και τον φιλούσαν. "Να ζήσεις, Σωτηράκη μας"! Οι γυναίκες κάτου στα Κατηχούμενα δάκρυζαν από το ψάλσιμό του και ύστερα συγχαίρονταν για λογαριασμό του τη μητέρα μου: "Ο θεός να σου τόνε χαρίνει, σιόρα Χαρίκλεια".
Ο κόμπος για φυλαχτό
Πολύ ευχαριστούμε, Μίμη του 1923, για την καρέκλα που έβαλες σε μια γωνιά της «Σωτήρας» για να καθήσει η στήλη στο προσεισμικό Αργοστόλι, ν' ακούσει, μέσα από τις σελίδες των «Πασχαλινών και της Ανοιξης» τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Και να δέσει σαν τις γυναικούλες πάνω στο γυναικίτη, κι από έναν κόμπο στις κλωστές, καθώς άκουε, ένα - ένα τα Ευαγγέλια. «Ηταν, λέει, καλό να κρατήσουν έπειτα στο σπίτι τους τούτη τη «δωδεκάκομπη κλωνά», να την κρεμάσουν στα εικονίσματα για όλον τον χρόνο ή να τη βάλουν στο λαιμό των παιδιών τους, για φυλαχτό».» Τώρα, διαβάζοντας τα, αυτά, στη μετασεισμική και ισοπεδωτική εποχή μας, σοφέ κύριε καθηγητά, ο μόνος κόμπος είναι στο λαιμό και πώς να τον κάνεις φυλαχτό...      
Τήλεφος

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ /Μ. ΠΕΜΠΤΗ 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1994

Δεν υπάρχουν σχόλια: