Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ακυβέρνητες Πολιτείες: Μια δεύτερη ανάγνωση

Ακυβέρνητες Πολιτείες: 1"Λέσχη" 2."Αριάγνη" 3. "Η Νυχτερίδα"

Στρατής Τσίρκας, Κέδρος 2012



Κάτω απ' τον γενικό τίτλο «Ακυβέρνητες Πολιτείες» περιλαμβάνονται τρία μυθιστορήματα του Στρατή Τσίρκα που εκδόθηκαν αντίστοιχα «Η Λέσχη» 1961, «Αριάγνη» 1962 και «Η Νυχτερίδα» 1965. Μια τριλογία λοιπόν μυθιστορημάτων που αναφέρονται και σε μια τριλογία θεμάτων (Ιστορία, πολιτική, έρωτας), σε μια τριλογία πόλεων (Ιεροσόλυμα, Κάϊρο, Αλεξάνδρεια, σε μια τριλογία λαών (Έλληνες, Ευρωπαίοι-Εγγλέζοι, Αιγύπτιοι) γραμμένων όλων αυτών σε μια τριλογία αφηγηματικών προσώπων (α! πρόσωπο, β! ενικό, γ! πρόσωπο). Πιο συγκεκριμένα ο αφηγηματικός χρόνος και των τριών μυθιστορημάτων περιστρέφεται κυρίως γύρω απ' τα δραματικά γεγονότα του Β! Παγκοσμίου Πολέμου που βίωσαν οι Έλληνες που βρέθηκαν στη Μέση Ανατολή τότε και τα οποία αποτέλεσαν την απαρχή άλλων πιο δραματικών γεγονότων που έζησαν οι Έλληνες μετά την απελευθέρωση τους από τους Γερμανούς! Γεγονότα λίγο πολύ άγνωστα στο ευρύ κοινό, που επέλεξε να απαθανατίσει με τη γραφή του ο Στρατής Τσίρκας (1911-1980) ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέου, όντας ο ίδιος Αιγυπτιώτης και ζώντας από κοντά τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, που τον σημάδεψαν. Ως μέλος του αριστερού κινήματος στέκεται κριτικά απέναντι σε πρακτικές και πρόσωπα που ανήκαν τόσο στο δεξιό όσο και στον αριστερό πολιτικό χώρο της εποχής του. Προβληματίζεται επίσης γύρω από το δίλημμα (πολιτική) Δράση ή Τέχνη, το οποίο παρουσιάζεται στη «Αριάγνη» και στη "Νυχτερίδα". Με τη γραφή του ο Τσίρκας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη την Ιερουσαλήμ, το Κάϊρο και την Αλεξάνδρεια μέ το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον μεταδίδοντας μας όλη εκείνη την ιδιαίτερα χρωματισμένη ατμόσφαιρα των πόλεων αυτών της Μέσης Ανατολής, οι οποίες είχαν καταντήσει ακυβέρνητες πολιτείες κατά τη διάρκεια του πολέμου λόγω των πολλών εξουσιών που υπήρχαν εκεί τότε και οι οποίες νέμονταν την περιοχή. Τίτλος παρμένος από το ποίημα «ο Στρατής ο Θαλασσινός στη Νεκρά θάλασσα» του Σεφέρη, «Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία/ Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς», όταν κι οι δυο βρέθηκαν εκεί ως πρόσφυγες εγκαταλείποντας το Κάϊρο που κινδύνευε. Ο Σεφέρης  ήταν επικεφαλής του Γραφείου Τύπου της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. 

Ο Τσίρκας είχε δηλώσει ότι δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα αλλά καταγράφει με ευαισθησία τις επιπτώσεις της Ιστορίας στον ψυχισμό και στη συμπεριφορά των ανθρώπων που βίωσαν το Β! Παγκόσμιο στη Μέση Ανατολή. Άλλοι ήρωες του συμμετέχουν στα γεγονότα και προσπαθούν να τα επηρεάσουν, άλλοι απλώς  παρακολουθούν τις εξελίξεις με αγωνία ενώ οι μεγάλες μάζες των απλών ανθρώπων  μένουν σχετικά αδιάφοροι απορροφημένοι από την καθημερινότητα τους. Η Ιστορία όμως είναι παντού παρούσα. Τα ιστορικά γεγονότα (στρατιωτικά, πολιτικά, διπλωματικά) φτάνουν στον αναγνώστη μέσα από τα λόγια των ηρώων της τριλογίας «εκτίθενται αποσπασματικά με μεγάλα άλματα ή με παλινδρομήσεις στο χρόνο ή διασκευάζονται για τις ανάγκες του μύθου» όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκδοσης Χρύσα Προκοπάκη στο Φιλολογικό Σημείωμα που συνοδεύει την τριλογία. Αυτό δυσκολεύει τον αναγνώστη να κατανοήσει αμέσως το ιστορικό πλαίσιο του έργου, γι αυτό συνοδεύεται η τριλογία κι από ιστορικό Σημείωμα. Για τις ανάγκες λοιπόν κατανόησης της τριλογίας παραθέτω βασικά ιστορικά στοιχεία που δεν ξεφεύγουν από το πνεύμα του παραπάνω ιστορικού Σημειώματος.
Το Μέτωπο της Μέσης Ανατολής αποτελεί νευραλγικό σημείο για τους εμπόλεμους του Β! Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της γεωγραφικής του θέσης ως σταυροδρόμι ηπείρων και λόγω των αραβικών πετρελαίων της περιοχής. Οι γερμανικές δυνάμεις υπό τον Ρόμελ απειλούν να κατακτήσουν την Αίγυπτο και μετά τα Ιεροσόλυμα ενώ οι Συμμαχικές δυνάμεις υπό τον Μοντγκόμερυ αμύνονται. Η νικηφόρα μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβρης 1942) έξω από την Αλεξάνδρεια ανατρέπει την κατάσταση. Επίσης και η νίκη των Ρώσων στο Στάλινγκραντ λίγους μήνες αργότερα (Γενάρης 1943) ανατρέπουν το σκηνικό υπέρ της νίκης των Συμμάχων.

Στην ηπειρωτική Ελλάδα τώρα το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ πρωτοστατούν στην Αντίσταση κατά των Γερμανών απελευθερώνοντας τμήματα της ορεινής Ελλάδας με αποτέλεσμα να κερδίσουν με το μέρος τους μεγάλες μάζες του πληθυσμού και να  σχηματίσουν την ΠΕΕΑ, αλλιώς «κυβέρνηση του βουνού» το Μάρτη του 1944.

Αντίθετα η επίσημη κυβέρνηση Τσουδερού με το βασιλέα έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα κι έχει εγκατασταθεί στο Κάϊρο από τον Απρίλη του 1941 ως τον Απρίλη του 1944. Έχουν μετακινήσει μαζί τους στη Μέση Ανατολή και τους περισσότερους αξιωματούχους του ελληνικού Στρατού, οι οποίοι είναι χωρισμένοι κυρίως σε βασιλομεταξικούς και βενιζελικούς, κι όλοι μαζί απαρτίζουν την Πρώτη και τη Δεύτερη Ελληνική Ταξιαρχία. Οι Ταξιαρχίες αυτές ήρθαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον πόλεμο τώρα δίπλα στους Συμμάχους κατά των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β! κι όσοι τον στήριζαν και τους στήριζε (μεταξικό καθεστώς και Άγγλοι) ήθελαν να τις χρησιμοποιήσουν όμως ως μέσον για να επιβάλλουν τις πολιτειακές επιλογές του (δηλαδή τη μοναρχία) στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της.  Γι αυτό η τύχη των Ταξιαρχών αποτέλεσε πεδίο ίντριγκας και ένα από τα βασικά θέματα της τριλογίας "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Τσίρκα.  

Ειπώθηκε προηγουμένως ότι κατά τα μέσα του πολέμου άρχισε να διαφαίνεται η ήττα του Χίτλερ και η ισχυροποίηση των αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα, και το ζήτημα που ετέθη τότε ήταν: ποιο θα είναι το πολιτειακό και πολιτικό καθεστώς της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς; Η εξόριστη κυβέρνηση που έχει την υποστήριξη αστικών δυνάμεων και της Αγγλίας ή η κυβέρνηση του βουνού που στηρίζεται στις αριστερές δυνάμεις; Χάσμα ιδεολογικό και πολιτικό χωρίζει τις δυο κυβέρνήσεις. Ή μια τρίτη λύση μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας; τελικά Μοναρχία ή Δημοκρατία; Το ζήτημα είναι φλέγον απασχολεί τους Εγγλέζους και τον Τσώρτσιλ,  τον βασιλιά Γεώργιο Β! της Ελλάδας και τους προσκείμενους του φιλομεταξικούς αξιωματικούς του στρατού αλλά και την ελληνική Αριστερά, το ευρωπαϊκό αριστερό κίνημα, τη Μόσχα ακόμα και γενικά κάθε Έλληνα, διότι η επιλογή αυτή θα καθορίσει το μέλλον της Ελλάδας και τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της εποχής! Αυτό το κρίσιμο σημείο της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας από τα μέσα περίπου του Β! Παγκοσμίου πολέμου ως το τέλος του επιλέγει ο Τσίρκας να μας αφηγηθεί. Η Λέσχη λειτουργεί ως προοίμιο της τριλογίας, κατά τη γνώμη μου, ενώ στην "Αριάγνη" και στην "Νυχτερίδα" παρουσιάζεται όλο το παρασκήνιο των πολιτικών ζημώσεων για το "ελληνικό ζήτημα" που ο έλεγχος ή μη των Ελληνικών Ταξιαρχιών θα καθόριζε και θα σημάδευε τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία!
1. «Η ΛΕΣΧΗ»

Βρισκόμαστε στα Ιεροσόλυμα, Ιούνης 1942, ενόσω μαίνεται ο Β! Παγκόσμιος Πόλεμος. Με επίκεντρο την πανσιόν της γερμανίδας Άννας Ρόζενταλ-Φέλντμαν στη γερμανική συνοικία (!) της πόλης παρουσιάζεται το ετερόκλητο πλήθος που έχει καταφθάσει στην ελεύθερη ακόμα Ιερουσαλήμ από διαφορετικές φυλές του κόσμου, ο καθένας με τη δική του διαδρομή και το δικό του στόχο. Πολωνοεβραίοι πρόσφυγες σαν τη Ρόζα Χλιάσκα με τα παιδιά και την πεθερά της, ο πρώην υπουργός της Αυστρίας, θαυμαστής των Αψβούργων Χανς Μπομπρετσμπεργκ  με την πανέμορφη νεαρά γυναίκα του Έμμη, η γαλλορουμάνα Μισέλ Ραπέσκου, ένα νεαρό ζευγάρι από την Υεμένη, ο Έλληνας Μάνος Καλογιάννης, ψεύτικο όνομα του Σιμωνίδη αστού από την Κηφισιά με αριστερές πεποιθήσεις όμως, εκ των πρωταγωνιστών σε ολόκληρη την τριλογία, κι άλλοι. Γύρω από αυτούς κινείται πάλι ένα ετερόκλητο πλήθος  αξιωματούχων και πρακτόρων του αμερικάνικου στρατού, της αγγλικής Ιντέλλιτζενς Σέρβις αλλά και Άγγλοι που προβληματίζονται για τα πολιτικά ζητήματα της εποχής τους, όπως ο καθηγητής ελληνιστής Ρούμπυ Ρίτσαρντς, η λαίδη Νάνσυ Κάμπελ κι ο εραστής της Ρον Φίλποτ. Επίσης ξεχωρίζουν οι Έλληνες Αδάμ, άτομο υπόπτου ηθικής υποστάσεως (μαυραγορίτης, ρουφιάνος) και ο αριστερός Γαρέλας που τίμησε την Αριστερά σε αντίθεση με το λεγόμενο "Ανθρωπάκι" που τυχαίνει να είναι στέλεχος του Κόμματος, με σταλινική νοοτροπία.
«Μια Βαβέλ της εμπόλεμης ανθρωπότητας» αποτελούν όλοι αυτοί, σχολιάζεται στο ιστορικό Σημείωμα, που συναντώνται σ’ αυτό το «στρατόπεδο τράνζιτο», όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τα Γεροσόλυμα «όπου κανένας δεν ξέρει με τί ανθρώπους γνωρίζεται, μήτε μπορεί να διαλέξει, μήτε να κρατήσει κοντά του εκείνος που προτιμάει [...] που άλλοι αποφασίζουν για τις αφίξεις, τις συναντήσεις, τις αναχωρήσεις, πάνω σε σχέδια που μήτε καν τα φανταζόμαστε, κι ωσότου να το καταλάβουμε ήτανε πια πολύ αργά».’Ερωτες, φιλίες, πάθη, συμφέροντα υλικά και πολιτικά, συμπάθειες κι  αντιπάθειες δένουν τους ανθρώπους αυτούς γι ένα χρονικό διάστημα που ο φόβος του πολέμου το χρωματίζει διαφορετικά!
Πρωταγωνιστής, θα έλεγα, είναι η ίδια η πόλη της Ιερουσαλήμ ως φύση κι ως ιστορία του παρελθόντος και του παρόντος της. Με αυτό το ετερόκλητο πλήθος των κατοίκων της από διαφορετικές φυλές, θρησκείες, γλώσσες, ιδεολογίες που συνωστίζονται στις αγορές της, που συναντώνται στα μεγάλα ξενοδοχεία της ή τις πανσιόν της. Μέσα από τις περιγραφές του Τσίρκα ζωντανεύει η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ εντός των τειχών της με τις Πύλες της Δαμασκού και της Γιάφας -η έξοδος των οποίων  οδηγεί στις ομώνυμες πόλεις- και το δαίδαλο των στενοσόκκακων της δίπλα στο κεντρικό πολυσύχναστο δρόμο της. Και πιο έξω τα Γεροσόλυμα με τη μεσογειακή του βλάστηση, τα σπίτια με τις αυλές γεμάτες συκιές και μουριές και με τους πορτοκαλεώνες του. Τα Γεροσόλυμα με τα καλοκαίρια του γεμάτα καυτά μεσημέρια και γλυκές φεγγαρόλουστες βραδιές αλλά και με το χαμσίνι του κάποτε, αυτόν τον καυτόν άνεμο που έρχεται από την αραβική έρημο συμπαρασύροντας σύννεφα άμμου στο διάβα του κι αναγκάζοντας τους κατοίκους να κλείνονται στα σπίτια τους.
Τα Ιεροσόλυμα, η άγια πόλη, με την πλούσια θρησκευτική ιστορία τριών θρησκειών, την οποία υπενθυμίζουν οι τοποθεσίες και το πλήθος των ιερών κτηρίων της. Απ’ τη μια το όρος των Ελαιών, ο ναός της Αναστάσεως ...απ’ την άλλη ο ναός του Σολομώντος με το εναπομείναν σήμερα τείχος των Δακρύων και πιο πέρα το μουσουλμανικό τέμενος για να θυμίζει το Μωάμεθ που σ’ αυτήν την πόλη αξιώθηκε να δει μέρος του Παραδείσου! Οι Άγιοι Τόποι κέντρο των λογισμών και των διεκδικήσεων  των Σταυροφόρων, και των Ναϊτών που απέμειναν εκεί για αρκετά χρόνια αλλά και χώρος διεκδικήσεων από τους Εβραίους της Διασποράς και τους Άραβες στον 20ο αιώνα.  Όλο αυτό το  βάθος της ιστορίας της πόλης κι ο μυστικισμός των θρησκειών δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που υποβάλλει τον επισκέπτη γι αυτό προσήλκυσε περιηγητές σαν τον συγγραφέα Φλωμπέρ στα Ιεροσόλυμα γύρω στα 1850.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να σταθεί και σ’ άλλα τοπία της Παλαιστίνης που έχουν σχέση με την Ορθοδοξία και την παρουσία των Ελλήνων εκεί. Το μοναστήρι του Αϊ Σάββα κτισμένο στην απότομη πλαγιά μιας χαράδρας «εκκλησιές και κτίσματα σκαρφαλώναν, κολλούσαν σαν στρείδια μέσα στο βράχο, πότε πάνω, πότε κάτω, δίχως καμμιά σειρά. Μα στις ταράτσες, σπαρτά και δέντρα ήταν μια ξεκούραση από τον άγονο κόσμο που στέγνωνε την ψυχή μας». Βαμμένα με λουλακί χρώμα κι ασβέστη θύμιζαν την πατρίδα και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά της. Εκεί κοντά η σπηλιά του Αι- Γιάννη του Δαμασκηνού τον κάνει να ανακαλεί στη μνήμη του στίχους από τους ύμνους του, πάντα επίκαιρους «άρα τίς εστί βασιλεύς ή στρατιώτης;» «πώς παρεδόθημεν τη φθορά;»
Αναφέρει ο συγγραφέας σ. 69 «χίλιες μυστικές εξουσίες κυβερνούν τούτη την ακυβέρνητη πολιτεία: άσε τις Αρχές, άσε τους Συμμάχους,άσε τους Άραβες και τους μπεντουβίνους που έχουν κι αυτοί τις οργανώσεις τους, άσε τους Ναϊτες, τους προτεστάντες,τους κατόλικους, τους Αρμεναίους, τους δικούς μας, τους Ρώσους, τις λογής λογής αποστολές που σφάζονται με τα μαχαίρια για να κερδίσουν ψυχές, οπαδούς στον άλλον κόσμο. Οι πιο καλά οργανωμένοι είναι οι Οβριοί. Αυτοί βάλθηκαν στα σοβαρά να κάνουν δική τους την Παλαιστίνη. Είναι οι Νίλι αυτοί σκοτώνουν, το Ιργκούν που μαζεύει όπλα για ύστερα από τον πόλεμο(τούτον), οι Τσβάϊ  Πεούμι, οι ορθόδοξοι, η Χαγκάνα που παίρνει καραβιές τα αμερικάνικα δολάρια, οι Χισταντρουτ που βαστούν όλη την εργατιά, οι σιωνιστές και τα κόμματα, οι πρόσκοποι και οι κουμμουνιστές που γυρνάνε τώρα στα καφενεία και λένε στον κόσμο να φορέσει το χακί να πολεμήσει τον Χίτλερ»
Η Παλαιστίνη και τα Ιεροσόλυμα λοιπόν βρίσκονται την εποχή αυτή πάνω στο μεταίχμιο της Ιστορίας τους. Αν και βρίσκονται υπό Αγγλική Εντολή (διοίκηση) από το τέλος του Α! Παγκοσμίου Πολέμου, η τύχη τους είναι αβέβαιη, διότι πολλοί ερίζουν γι αυτές. Οι Εβραίοι  απαιτούν την ίδρυση δικού τους κράτους στην περιοχή, στην οποία κατοικούν οι Άραβες τώρα, οι οποίοι αγωνίζονται για τα δικά τους εθνικά δίκαια. Οι Αμερικανοί θέλουν τον έλεγχο της περιοχής εκδιώκοντας τους Άγγλους και οι εκπρόσωποι των τριών μεγάλων θρησκειών και των υποδιαιρέσεων τους διεκδικούν να έχουν τον πρώτο λόγο στην άγια πόλη. Κι ο πόλεμος ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ξεκαθαριστούν οι παλιοί λογαριασμοί. Αναφέρεται σ.135 «τι Πύργος της Βαβέλ, τι σύγχυση! Όλοι κατασκοπεύουν, όλοι προδίδουν. Ορίστε ο κόσμος που πολεμάει για να σωθεί απ’ τον κατακλυσμό» και πιο κάτω σ.142 « τα Γεροσόλυμα είναι στ’ αλήθεια η πιο αλλόκοτη πολιτεία. Κάθε καμπαναριό και μια αίρεση. Κάθε χάβρα, κάθε τζαμί. Ένα κουβάρι πνευματικές ανησυχίες, που ετοιμάζεται να ξεμπλέξει ο Χίτλερ με μια κλοτσιά» υπονοώντας φυσικά αν κερδίσει τον πόλεμο. Και στη σ.305 «Ιδού λοιπόν η Άγια Πόλη ο αφαλός της Γης με τους 130.000 κατοίκους της τότε κι άλλους τόσους στρατιώτες –μια επιτομή της ανθρωπότητας και των παθών της, χωρισμένη σε έθνη, χωρισμένη σε φυλές, χωρισμένη σε θρησκεύματα,, χωρισμένη σε δόγματα, χωρισμένη σε τάξεις  και σε κάστες, σε συνοικίες, σε φύλα, σε ηλικίες. Ένα φρικτά κομματιασμένο μπακλαβαδωτό».
Ποιες δυνάμεις κυβερνούν πραγματικά τους ανθρώπους αναρωτιέται κι ο Μάνος, αυτός ο ουμανιστής αριστερός που αισθάνεται προδομένος από τη γυναίκα που ερωτεύτηκε κι από συντρόφους του μέσα στο κόμμα. Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του Μάνου Καλογιάννη – Σιμωνίδη,  παρουσιάζει τον τύπο του αριστερού διανοούμενου που αμφισβητεί τη στενή κομματική πειθαρχία, που έχει πολιτική σκέψη, που ξέρει να χαίρεται τη ζωή, άτομο με ευαισθησίες και παιδεία. Αστός στην καταγωγή,  συνδυάζει τη δράση και τη θεωρία. Πολέμησε στην Αλβανία όπου παρασημοφορήθηκε και τραυματίστηκε στο μέτωπο της Κυρηναϊκής. Είναι ο συντάκτης του περιοδικού της Αριστεράς που εκδίδεται στην Μέση Ανατολή « ο Μαχητής» και τα άρθρα του διαβάζονται για τη διεισδυτικότητα με την οποία αναλύει την κατάσταση στο μέτωπο. Μέχρι και οι Άγγλοι αναζητούν ποιος κρύβεται πίσω από τα άρθρα αυτά. Αναγνωρίζει ότι η αριστερή ιδεολογία του έδωσε στόχους κι οράματα αλλά το αριστερό κόμμα με συγκεκριμένα  στελέχη και καθοδηγητές  τον απογοήτευσαν.

Στο άλλο άκρο βρίσκεται το λεγόμενο Ανθρωπάκι, σύμβολο όλων των κομμουνιστών με τη ξύλινη γλώσσα και τη σταλινική νοοτροπία, που παρόλα αυτά έχουν καταφέρει να αναρριχηθούν στην κομματική ιεραρχία. "Κομμένες κεφαλές" αποκαλούνται επίσης, επειδή κατά τη γνώμη μου, έχοντας αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα έχουν χάσει την οργανική ενότητα σώματος, ψυχής, πνεύματος, απομένοντας μόνο κεφαλές με την ξερή λογική τους. Αυτοί λοιπόν έχουν αναγάγει το Χρέος του κομμουνιστή να σώσει την ανθρωπότητα από την σαπίλα σε ανώτατη αξία. Τα «πρέπει» έχουν αντικαταστήσει την επιχειρηματολογία. Το άτομο πρώτα είναι αγωνιστής και μετά άνθρωπος. Οι ιδέες του,  τα συναισθήματα του, οι επιθυμίες του έχουν συρρικνωθεί κάτω από την κομματική πειθαρχία. Μεγαλεπήβολα, ανέφικτα σχέδια και ρητορισμοί -που λένε πολλά και δεν εννούν τίποτα- χαρακτηρίζουν το Ανθρωπάκι. Καχυποψία για όσα μέλη έχουν αστική καταγωγή, πιστοί στο δόγμα του κόμματος και μόνο. Πίσω λοιπόν από τα κόμματα και κάθε είδους οργανώσεις κρύβονται άνθρωποι με πάθη, με συμφέροντα αλλά σπάνια  και με οράματα που μας κυβερνούν καταλήγει ο Μάνος.
Άλλη γνώμη όμως έχουν τα μέλη της Λέσχης Μιραντόρ, ονομαζόμενη έτσι από τη λέξη σκοπιά στα γαλλικά, η οποία σημαίνει επιβλέπω. Εδώ η Λέσχη επιβλέπει το «στρατόπεδο τράνζιτο» της Ιερουσαλήμ, και αποτελείται από έναν αξιωματικό από κάθε Συμμαχική δύναμη, από τον εκπρόσωπο των τοπικών Αρχών, από τον εμπνευστή - θεωρητικό της Λέσχης κι από μία γυναίκα, ερωμένη  πολλών μελών της Λέσχης, άτομα όλα με πάθη ή αδυναμίες. Το πεδίο δράσης της Λέσχης είναι σαφές: ο σαρκικός έρωτας. Τα μέλη της Λέσχης παίζουν  βάζοντας στοιχήματα για τις ερωτικές κατακτήσεις των μελών της, τα οποία είναι αναγκασμένα να υπακούουν μόνο στους κανόνες του παιχνιδιού που έχουν ορίσει οι ίδιοι και πιότερο ο θεωρητικός τους. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια αλληγορία του συγγραφέα με την οποία τονίζει ότι αυτοί που κυβερνούν αποτελούν μια Λέσχη μεταφορικά -εξ ου και ο τίτλος του έργου- που παίζει με τις τύχες των λαών, ορίζοντας οι ίδιοι τους κανόνες του παιχνιδιού. Είναι ένα παιχνίδι που τους προσφέρει ηδονή σαν να πρόκειται για ερωτικές κατακτήσεις. Ο σαρκικός έρωτας αποτελεί βασικό στοιχείο στην πλοκή του μύθου της Λέσχης, αρρωστημένος θα έλεγα, όπως παρουσιάζεται και ίσως ο συγγραφέας εκεί να απέβλεπε.
 Ο μύθος υστερεί κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν συνεπαίρνει τον αναγνώστη αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στις τεχνικές γραφής που είναι ένας συνδυασμός μοντέρνων και παραδοσιακών μεθόδων. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολυπρόσωπη αφήγηση με τρεις αφηγητές σε πρώτο ενικό (όταν αφηγείται ο Μάνος), σε δεύτερο ενικό (όταν αφηγείται η ιδιοκτήτρια της πανσιόν Άννα) και σε τρίτο ενικό (όταν αφηγείται ένας απρόσωπος αφηγητής). Η πολυπρόσωπη αφήγηση μπορεί να προσφέρει πλούτο οπτικών και περισσότερη αντικειμενικότητα στο κείμενο αλλά «σπάει» τη ροή της αφήγησης.  Επίσης ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά αναδρομές στο παρελθόν στο πρόσφατο και στο πιο μακρινό που σε συνδυασμό με το ετερόκλητο πλήθος των ηρώων του και την αποσπασματική μνεία των ιστορικών γεγονότων κουράζουν τον αναγνώστη που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το νήμα της αφήγησης και να έχει την αίσθηση ότι αυτή τον συνεπαίρνει. Ακόμα οι διάλογοι των ηρώων δεν δηλώνονται τυπογραφικά όλοι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν οι εμφανείς διάλογοι που δηλώνονται με την εναλλαγή της παύλας και άλλοι διάλογοι που δηλώνονται εντός εισαγωγικών. Όταν όμως μονολογεί στον εαυτό της η ιδιοκτήτρια της πανσιόν, η Άννα, ενθυμούμενη διαλόγους με άλλα πρόσωπα ή διαλεγόμενη με τον εαυτό της τότε ο συγγραφέας  χρησιμοποιεί τις φράσεις «κι εσύ είπες» «κι αυτός είπε» χωρίς να ακολουθεί πλάγιος λόγος αλλά ευθύς εντός εισαγωγικών.Το έργο ανταμείβει όμως τον αναγνώστη με κείνες τις ωραιότατες περιγραφές ρεαλιστικές και λυρικές τοπίων, φύσης, αντικειμένων...τις έξυπνες παρομοιώσεις που αποδίδουν το ιδιαίτερο χρώμα της πόλης που περιγράφει.
2. «ΑΡΙΑΓΝΗ»
Αν στη «Λέσχη» η πρωταγωνίστρια πόλη ήταν η Ιερουσαλήμ, τώρα στην «Αριάγνη» είναι το Κάϊρο του 1943, κι όχι μόνο, επί βασιλείας Φαρούκ, όταν οι Άγγλοι είχαν μετατρέψει την Αίγυπτο κατ’ ουσίαν σε προτεκτοράτο τους. Κτισμένο δίπλα στις όχθες του ποταμού Νείλου «που κυλούσε πλατύς, γεμάτος δύναμη και χρόνια» -στο ύψος των νησιών της Ρόντας και της Γκεζίρας και λίγο πριν αρχίσει αυτός να διακλαδίζεται στο Δέλτα του- με τα γεφύρια του απ’ τα οποία ξεχώριζε το μεγάλο γεφύρι της Γκίζας που οδηγούσε στην ομώνυμη περιοχή δίπλα στις Πυραμίδες, πρόσφερε στον επισκέπτη του ποικίλα τοπία και πολύ διαφορετικές εντυπώσεις. Απ’ τη μια το αριστοκρατικό Κάϊρο, όπου έπνεε ένα ευρωπαϊκός αέρας κι απ’ την άλλη το λαϊκό Κάϊρο με τις φτωχοσυνοικίες με τα στενοσόκκακα και τους μαχαλάδες του όπου κατοικούσαν οι Αραπάδες κύρια  (ονομασία Αιγυπτίων χωρίς υποτιμητική διάθεση) αλλά και άλλοι διαφορετικών εθνικοτήτων. Εκεί λοιπόν στο αριστοκρατικό Κάϊρο με τη συνοικία Γκάρντεν Σίτυ με τις επαύλεις, την Αγγλική Πρεσβεία που ο πίσω κήπος του έβγαινε στην ανατολική όχθη του Νείλου, με τις πολυτελείς πολυκατοικίες της οδού Κασρελνίλ, με τα μεγάλα ξενοδοχεία Σέπερντς, Σεμίραμις, Σαιντ Τζαίημς, την πλατεία της Όπερας με τον ανδριάντα του Ιμπραήμ και τα Μουσεία του, εκεί λοιπόν κατέφυγε η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση Τσουδερού με το βασιλιά Γεώργιο Β! και πολλούς αξιωματούχους τον Απρίλη του 1941, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα.
Τι έκανε η κυβέρνηση Τσουδερού στο Κάϊρο ή τι μπορούσε να κάνει, μεσούντος του πολέμου, κι όταν στην κατεχόμενη Ελλάδα υπήρχε γερμανόφιλη κυβέρνηση και στα απελευθερωμένα μέρη της από το στρατό του ΕΛΑΣ η κυβέρνηση του βουνού ή αλλιώς ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Απελευθερωμένης Ελλάδας);
Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάϊρο λοιπόν διαβουλευόταν σε ποιους να δοθούν τα υπουργεία σε κάθε ανασχηματισμό που έκανε. «καθημερινά τρια υπουργεία σχηματίζονταν στα παρασκήνια, ένα στο (ξενοδοχείο) Σέπερντς, ένα στο Σεμίραμις, ένα στο Σαιντ Τζαίημς. Αρχιτέκτονες: ο συρφετός των αργόσχολων καραβανάδων, των πολιτικάντηδων, των ανταποκριτών και των σπιούνων». Ακόμα ερχόταν σε επαφή με την Αγγλική Πρεσβεία και την Ιντέλλιτζενς Σέρβις, τις οποίες συμβουλευόταν. Έλληνες πολιτικοί συγχρωτίζονταν καθημερινά με παράγοντες ή πράκτορες Άγγλους είτε στα σαλόνια καταστρώνοντας σχέδια για την αναρρίχηση τους στην εξουσία (παράδειγμα το ζεύγος Μερτάκη), είτε διασκεδάζοντας κάνοντας βόλτες στα ανατολίτικα παζάρια του Καϊρου.
Η μόνη δύναμη της εξόριστης κυβέρνησης ήταν οι δυο  ελληνικές Ταξιαρχίες που είχαν σχηματιστεί εκεί από αξιωματικούς και στρατιώτες που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή, αποτελούνταν από 4.500 άντρες κι αντιπροσώπευαν τις ένοπλες ελληνικές δυνάμεις, δηλαδή τον επίσημο τακτικό ελληνικό στρατό. Η σύνθεση όμως των ταξιαρχιών δεν εξασφάλιζε τη συνοχή του στρατεύματος, διότι άλλοι αξιωματικοί ήταν δημοκρατικοί βενιζελικοί κι άλλοι βασιλομεταξικοί και υπήρχε σύγκρουση μεταξύ τους για το ποιοι θα ελέγχουν τις Ταξιαρχίες. Εδώ παίχτηκε ένα ακόμα ελληνικό δράμα με συνέπειες οδυνηρές για την πολιτική ζωή του τόπου. Το ζήτημα που ετέθη από τους Εγγλέζους,  την εξόριστη κυβέρνηση και το βασιλιά Γεώργιο Β! ήταν: γιατί τις χρειάζονταν τις Ταξιαρχίες; Για να πολεμήσουν τους Γερμανούς και το φασισμό; Και μετά τη νίκη στο Ελ Αλαμέϊν, ποιος θα ήταν ο ρόλος τους;
Αναφέρει ο συγγραφέας «η περίεργη συμπεριφορά μερικών αξιωματικών (βασιλομεταξικών) δεν ήταν τυχαία μήτε σποραδική [...] ο πεμπτοφαλαγγιτισμός ορισμένων αποδειχνόταν με στοιχεία. Πώς παρακινούσανε και δωροδοκούσανε στρατιώτες πριν και πάνω τη μάχη του Αλαμέϊν για να λιποταχτήσουν. Ένας γνωστός φασίστας είχε σταθεί πάνω από τους τάφους των σκοτωμένων τους μούντζωσε και είπε: “πόλεμο θέλατε, ορίστε φάτε άμμο τώρα”» Αργότερα οι βασιλομεταξικοί αξιωματικοί εκβίασαν με παραίτηση τους από το στρατό, αν δεν απομακρυνθούν, μετατεθούν οι δημοκράτες αξιωματικοί, απειλή την οποία πραγματοποίησαν. Η κυβέρνηση Τσουδερού πιεζόμενη όμως από το βασιλιά και τους Άγγλους αργότερα ανακάλεσε τις παραιτήσεις τους δίνοντας τους ξανά τον ίδιο βαθμό που είχαν πριν παραιτηθούν! Σκάνδαλο, εν καιρώ μάλιστα πολέμου να παραιτούνται αξιωματικοί και να τους δέχονται ξανά σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Τελικά ο βασιλιάς και οι Άγγλοι έβλεπαν τις δυο Ταξιαρχίες ως μέσον για να επιβάλλουν τη δική τους πολιτική τάξη μετά την απελευθέρωση στην Ελλάδα και η κυβέρνηση Τσουδερού δεν είχε την πυγμή να επιβάλλει τη δική της θέληση, αν και προσπάθησε να φερθεί με μετριοπάθεια με τον Π. Κανελλόπουλο.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, πολιτικός και συγγραφέας με πίστη στις δημοκρατικές αρχές είχε συλληφθεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Τον Απρίλη του 1942 έρχεται στο Κάϊρο και σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης αναλαμβάνει αντιπρόεδρος και τα τρία υπουργεία του πολέμου, Στρατιωτικών, Ναυτικού κι Αεροπορίας και υπόσχεται να σχηματιστεί προσωρινή κυβέρνηση μετά την απελευθέρωση στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι οργανώσεις και τα κόμματα. Ο Κανελλόπουλος όμως καταπολεμήθηκε κι απ’ τους φασίστες, κι απ’  τους βενιζελικούς κι απ’ τους αριστερούς για διαφορετικούς λόγους απ’ τον καθένα. Μετά το ονομαζόμενο "μικρό Κίνημα" στο στρατό το Μάρτη του 1943, όπου παραμερίζονται οι βασιλομεταξικοί αναγκάζεται σε παραίτηση από την κυβέρνηση τον Ιούνη του 1943. Στα σαλόνια του Καϊρου λοιπόν κάποιοι Έλληνες μιμούμενοι την αδυναμία του να προφέρει το ρο  σχολιάζουν ειρωνικά το λόγο του που μετέδωσε το ΒΒC. Σχολιάζουν επίσης και την απάντηση που έδωσε ο Άρης Βελουχιώτης στον συναγωνιστή του Άγγλο Έντυ Μάγερς, όταν ο τελευταίος του πρόσφερε ένα σακουλάκι με χρυσές λίρες, ως δώρο για την επιτυχία της ανατίναξης  της γέφυρας του Γοργοπόταμου. «όχι αύριο να μας το γυρεύετε με αποκλεισμούς, με πιέσεις, με αποκλεισμούς της οικονομίας μας, όπως κάματε με κάτι παλαιότερα, που αν και σας τα ‘χουμε ξοφλήσει έξι φορές ως τώρα, σας τα χρωστάμε ακέρια πάντοτε με το δικό σας λογαριασμό».
Στη συνέχεια όμως για διάφορους λόγους που είχαν σχέση και με την ισχυροποίηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Ελλάδα η στάση των Άγγλων απέναντι στο ελληνικό ζήτημα σκληραίνει. Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες  αντιστέκονται στο φασισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται, δυσκολεύοντας έτσι τον έλεγχο των Ταξιαρχιών από τους φασίστες του Μεταξά. Μετά τη μάχη στο Αλαμέϊν λοιπόν η κυβέρνηση Τσουδερού ανακαλεί την Πρώτη Ταξιαρχία από το μέτωπο της Βόρειας Αφρικής όπου πολέμησε νικηφόρα  στο πλευρό των Συμμάχων και τη στέλνουν στο Λίβανο, δήθεν για ασκήσεις «ορεινού αγώνα» στην πραγματικότητα όμως για να τιμωρήσουν και να εξοντώσουν τους ανυπάκουους δημοκρατικούς.! Εκεί στέλνουν και τη Δεύτερη Ταξιαρχία που βρισκόταν στην Παλαιστίνη.  Διατάσσουν λοιπόν να διασχίσουν την απόσταση Χαλέπι Συρίας ως τη Ράκκα της Μεσοποταμίας, δίπλα στον Ευφράτη ποταμό διασχίζοντας την πυρωμένη έρημο της Παλμύρας, απόσταση 300 χιλιομέτρων μέσα σε 10 μέρες, κι όποιος επιζούσε! Κάποιοι από την κυβέρνηση Τσουδερού έφεραν αντίρρηση αντιτείνοντας ότι έτσι θα αχρηστεύονταν τα τεσσερα πέμπτα του ελληνικού στρατού αλλά τελικά συμφωνήθηκε να γίνει η πορεία.
Ο συγγραφέας αφιερώνει ολόκληρο το προτελευταίο κεφάλαιο  του βιβλίου γι αυτή την «πορεία θανάτου» των δυο ελληνικών Ταξιαρχιών. Οι συνθήκες της πορείας ήταν κατάλληλες πραγματικά για να εξοντώσουν το στρατό με το ακμαίο ηθικό που αντιστεκότανε. Ξεκίνησαν αρχές καλοκαιριού του 1943 με 38 βαθμούς υπό σκιά, ντυμένοι με πλήρη εξάρτυση εκστρατείας (κράνος, άρβυλα, προσωπίδα, χλαίνη, γυλιό, παλάσκες, παγούρι, καραβάνα, οπλισμό), συντεταγμένοι κατά τριάδες εις φάλαγγα, όλοι με τα πόδια ακόμα και οι γιατροί και οι τραυματιοφορείς εκτός των διοικητών ταγμάτων και των Άγγλων συνδέσμων που τους επέβλεπαν πάνω σε οχήματα. Βυτία με νερό θα κυκλοφορούσαν στις στάσεις των 10 λεπτών που θα έκαναν κάθε ώρα. Ο καύσωνας τους παρέλαβε από την αρχή «τα κράνη καίγανε σαν πυρωμένα τηγάνια και η άσφαλτος άρχιζε να βουλιάζει, οι αμασχάλες πονούσαν από το τράβηγμα του γυλιού. Βυτίο φώναζαν. Μα το νερό ήταν ζεστό. Είχε σηκωθεί και σκόνη. Τα μάτια καίγανε απ’ το αλάτι, οι πατούσες πρήζονται [...]τελείωσε η άσφαλτος και μπαίναμε στην άμμο (της ερήμου) φυσούσε λίβας. Ο ξερός αέρας μας μαστίγωνε το πρόσωπο. Είδα τα σκονισμένα ρουθούνια του υπολοχαγού να στάζουν αίμα που αμέσως στέγνωνε. Ένας σύντροφος τρελάθηκε, έβγαλε τα ρούχα του κι ολόγυμνος  έτρεχε φωνάζοντας «θάλασσα, θάλασσα» ενώ άλλοι κείτονταν ξαπλωμένοι στην άμμο χωρίς δύναμη να σηκωθούν... ενώ οι Άγγλοι με τα τζιπ επιθεωρούσαν  και φώναζαν κάθε τόσο «βέρυ γκουντ»! Μετά τα 50 χιλιόμετρα η πορεία συνεχίζεται τη νύχτα ενώ τη μέρα κοιμούνται. Οι Ταξιαρχίες φτάσανε τελικά στη Ράκκα! Και παρά τις απώλειες τους, το γεγονός αυτό ήταν μια πράξη αντίστασης και ψυχικής δύναμης απέναντι σε αυτούς που θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να τους εξοντώσουν.
«Εδώ στο Κάϊρο έχεις ευρύτερη θέα. Θα δεις πως τα ζητήματα είναι σύνθετα, πολύπλοκα, δεν σηκώνουν δογματισμούς» αναφωνεί ο Έλληνας πολιτευτής Μερτάκης και πράκτορας της εγγλέζικης Ιντέτλιτζενς Σέρβις, ο οποίος κατάφερε να υπουργοποιηθεί σε κάποιο ανασχηματισμό της κυβέρνησης Τσουδερού, σε συμπατριώτη του που μόλις έφτασε από την Ελλάδα στο Κάϊρο. Πράγματι οι μεγάλες κοσμοπολίτικες πόλεις της Μέσης Ανατολής που αναφέρονται στην Τριλογία «Ακυβέρνητες πόλεις» και γενικότερα η γύρω περιοχή ήταν ο πλέον κατάλληλος χώρος –κοντά στην Ελλάδα, ελεύθερη από Γερμανούς κατακτητές, βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Εγγλέζων-  για πολιτικές ζυμώσεις.  Στην Αίγυπτο λοιπόν που υπήρχε και πλούσια ελληνική παροικία κατέφευγαν όσοι ήθελαν να βρίσκονται μέσα στα πολιτικά πράγματα.  Στο  Κάϊρο βρέθηκε κι ο Μάνος Σιμωνίδης μετά τον τραυματισμό του στην Κυρηναϊκή και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Αριάγνης, μάνας του φίλου και ομοϊδεάτη του Μιχάλη.
Η Αριάγνη με τον άντρα της Διονύση, γκαρσόνι στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία του Καϊρου, και τα 6 παιδιά της έμενε σε μια λαϊκή φτωχοσυνοικία, την επονομαζόμενη Λαβύρινθο για το πλήθος των στενοσόκκακων της, που όποιος ξένος έμπαινε μέσα χανόταν. Οι περισσότεροι κάτοικοι στο Λβύρινθο ήταν Αραπάδες που έμεναν σε χαμόσπιτα με στέγες από καλάμια ή σκουριασμένους τενεκέδες και παλιοσάνιδα, με ακαθαρσίες σύρριζα στους τοίχους και γούβες με αποπλύματα, που «ποτέ δεν τα σάρωνε λίγος αέρας (τα στενοσόκκακα). Στις παρυφές του Λαβύρινθου έμεναν Έλληνες, Εβραίοι... σε στενόχωρα, κακοφτιαγμένα δίπατα σπίτια που από κει έβλεπαν το δρόμο που ανέβαινε στο Τζαμί και στους πάνω μαχαλάδες. Τα παιδιά αν και διαφορετικής εθνικότητας παίζαν μονιασμένα μεταξύ τους, αν εξαιρέσουμε μικρούς διαπληκτισμούς που σπάνια υπέκρυπταν κι εθνικιστικά στερεότυπα. Ωραίες εικόνες από τις φτωχογειτονιές του Καϊρου, όπου οι μανάδες πάντα ίδιες ανεξάρτητα από φυλές κι εθνικότητα, Αραπίνες κι Ελληνίδες, μόλις ερχόταν το σούρουπο, καλούσαν τα παιδιά τους να μαζευτούν σπίτια τους από το ολημερίς παιχνίδι τους.
Η Αριάγνη με το όνομα της -παραφθορά της Αριάδνης του αρχαίου μύθου από τους κατοίκους της Νάξου στην οποία την εγκατέλειψε ο Θησέας- δημιουργεί συνειρμούς με το μίτο της συνονόματης της που οδήγησε στην έξοδο από τον λαβύρινθο τον Θησέα. Ο ανθρωπισμός όμως είναι ο δικός της μίτος που οδηγεί στην έξοδο από τα αδιέξοδα του κάθε λαβύρινθου που μπορεί να βρεθεί ο άνθρωπος.   
Πίσω από τα πάθη που βασανίζουν τα άτομα η Αριάγνη βλέπει τον άνθρωπο, σε όποια φυλή κι εθνικότητα κι αν προέρχεται. Χωρίς ίχνος ρατσισμού ξέρει να αποδίδει το δίκαιο, να βοηθάει τον πάσχοντα, να λέει τα πράγματα με το όνομα τους. Φιλόξενη, απλή, δημοκρατική καταδικάζει το ρατσισμό των Ευρωπαίων κατά των Αραπάδων και προλέγει ότι αυτός θα οδηγήσει στο ξεριζωμό τους Έλληνες, που τόσες γενιές είχαν ζήσει εκεί. «Ακούς εκεί γουμάρια (οι Αραπάδες) Εκεί που είναι ο πόνος, ο ιδρώτας και τα δάκρυα εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα θελα να μη ζω.  Θα ρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες, με βουνά γύρω του τις βαλίτσες ...και πίσω τάφους γονιών αφημένοι στο έλεος του Θεού...κι όλο το μόχθο, τις γιορτές… εκατό χρόνων θαρρείτε πως τις παίρνετε μαζί σας..τίποτα δε σώσατε...μόνο άψυχα πράματα...μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού...κι όλα αυτά θα μένουν πίσω σου και θα τα αναζητάς». Και υπενθυμίζει στον άντρα της τη νύχτα που ο Γιούνες έτρεξε με αυταπάρνηση κι έσωσε το κοριτσάκι της από ακατάσχετη αιμορραγία. Και στην παρατήρηση του άντρα της «κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;» αυτή απαντά « τη λεκάνη, τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε μαζί σας (όταν σας διώξουν από δω), ακόμα και το τραπέζι και την Ουρανίτσα την ίδια. Μα τη νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόικαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, όλα αυτά θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια, και δίχως αυτά τί παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!»
Αυτή τη μορφή γυναίκας, πρότυπο ανθρωπισμού σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που εκφράζει τη «λαϊκή σοφία», έπλασε ο Τσίρκας ως κεντρική ηρωίδα του έργου του. Και το όνομα της το ανύψωσε σε σύμβολο του ανθρωπισμού θέτοντας το ως τίτλο του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας του! Η Αριάγνη λοιπόν θαρραλέα αψηφεί τα σχόλια του κόσμου και τις αντιρρήσεις του άντρα της για να επισκεφθεί τον άρρωστο Γιούνες μετά το έθιμο ζικρ, στο οποίο έλαβε μέρος και πέφτοντας σε έκσταση αρρώστησε, γιατί φαίνεται μια "βουβή αγάπη" χρόνων τον βασάνιζε για την Αριάγνη. Η Αριάγνη είχε αντιληφθεί το αισθημά του αυτό, το σεβόταν, βαθιά εκτίμηση αισθανόταν για τα χαρίσματα του Γιούνες αλλά η αξιοπρέπεια της δεν της επέτρεπε τίποτα παραπάνω. Αν υπήρχε ερωτικό συναίσθημα εκ μέρους της δεν φαίνεται. Και στην κηδεία του μικρού γιού του, αν και χριστιανή, συμπαραστάθηκε σε αυτό και στη γυναίκα του στο βαρύ πένθος τους και τόλμησε να ακολουθήσει την εκφορά κατά τα μουσουλμανικά έθιμα.  
 Μια ιδιαίτερη σχέση εκτίμησης, φιλίας και σεβασμού επίσης την έδεσε με το Μάνο Σιμωνίδη που φιλοξένησε σπίτι της τα δύσκολα εκείνα χρόνια, που με χίλιες προφυλάξεις ο Μάνος έγραφε στο «Μαχητή» και ερχόταν σε επαφή με άλλους συντρόφους κομμουνιστές το Φάνη, το Γαρέλα κι ενίοτε το Ανθρωπάκι για να συζητούν τις ελληνικές υποθέσεις πχ για την τύχη Ταξιαρχιών, για τα νέα πρόσωπα στους  ανασχηματισμούς κυβέρνησης, για το «Μαχητή» και το περιεχόμενο του ή να καταστρώνουν σχέδια συνάντησης με προσωπικότητες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σαν το Ριμπώ του ΚΚΓ ή για να κάνουν την κριτική τους πάνω στις αποτυχίες και στα λάθη τους. Η Αριστερά τότε τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο τον είδε ως πόλεμο κατά του φασισμού που απειλούσε την Ευρώπη κι όχι μόνο κι αγωνιζόταν εναντίον του. Η εκκαθάριση λοιπόν των ελληνικών Ταξιαρχιών από τους βασιλομεταξικούς αποτελούσε βασικό στόχο της δράσης της στη Μέση Ανατολή. Ο άλλος στόχος της ήταν η ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων  της Ελλάδας, όσων βρίσκονταν μέσα κι έξω από την Ελλάδα: ενότητα λαού για να αποτραπεί ο εμφύλιος σπαραγμός που φοβόντουσαν ότι μπορεί να έλθει,  ενότητα στρατού κι αγώνων  και τελικά εθνικής ενότητας κυβέρνηση!
Ο συγγραφέας υιοθετεί κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις πρακτικές της εξόριστης κυβέρνησης αλλά και στο κομματικό κατεστημένο της Αριστεράς. Όταν εκδόθηκαν οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» στη δεκαετία του 1960 συνέπεσαν με την περίοδο αποσταλινοποίησης και τις ιδεολογικές εντάσεις αλλά και τις ανανεωτικές τάσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς. Ο Τσίρκας δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στα προβλήματα της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη παίρνει θέση... και διαγράφεται απ’ την οργάνωση των Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου! Αυτή η κριτική του στάση  φαίνεται εξάλλου, όταν ξεχωρίζει τους αγνούς ιδεολόγους της Αριστεράς που αγωνίζονται με ανιδιοτέλεια κατά των φασιστικών δυνάμεων του Αξονα και υπέρ μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πατρίδας (Φάνης, Γαρέλας...)  από κάποια υψηλόβαθμα στελέχη που κινούνται με άξονα το στενό κομματικό ή προσωπικό τους συμφέρον και τα οποία εκπροσωπούνται συλλήβδην από το Ανθρωπάκι. Κι όταν πια αποκαλύπτεται όλη η πλεκτάνη και η συναλλαγή του Ανθρωπάκι με τη Ντόρα Μερτάκη και τους Εγγλέζους για το διορισμό του άντρα της, του πράκτορα της Ιντέλλιτζενς Σέρβις, ως υπουργού της κυβέρνησης καθώς και η μυστική συνάντηση του με τον Ριμπώ του ΚΚΓαλλίας και η απόκρυψη από τους συντρόφους του στο τι διεμείφθη μεταξύ τους αλλά και οι ψεύτικες δικαιολογίες που πρόβαλε με μια ξύλινη γλώσσα που αναμασούσε τα κομματικά τσιτάτα, στερεότυπα, τότε πια δεν χωρούσε καμμιά αμφιβολία για την ενοχή του!
Στη συνέχεια καταγγέλονται τα πραγματικά αίτια της συμπεριφοράς του Ανθρωπάκι. «η φιλοδοξία να διαπρέψει οπωσδήποτε είναι ο σατραπισμός και ο εγωκεντρισμός του. Μέσα βαθιά στην ψυχή του, πιστεύει πως εκείνος είναι που θα σώσει τον κόσμο, φτάνει να πάρει στα χέρια του τα γκέμια του κινήματος. Οι αποφάσεις, η πειθαρχία,η δημοκρατία είναι καλές΄θαυμάσιες μα για τους άλλους. Ο παραγοντισμός,η μπλόφα, ο φραξιονισμός είναι καρκινώματα και θέλουν ξεπάτωμα μα όχι για την αφεντιά του. Για κείνον επιτρέπονται μα να γίνονται στα κρυφά για να μη δίνει πιάσιμο. Πιστεύει πως τα κάνει όλα για το καλό του λαού, οι παραβιάσεις της κομματικής ηθικής είναι ψιλοπράγματα που θα δικαιωθούν από τις επιτυχίες του. Θέλησε να δώσει τέλος με κάθε τρόπο στο αδιέξοδο για να εισπράξει τα συχαρίκια. Ήξερε πως οι Άγγλοι μόνο μια λύση δέχονταν: να μπει ο Μερτάκης στην κυβέρνηση. Κι ο σύντροφος έφτασε στη συναλλαγή. Για να γυρίσει αύριο στην Ελλάδα και να διεκδικήσει θέση ηγετική μέσα στο κόμμα της εργατικής τάξης. Αυτή είναι η αλήθεια»
Ο συγγραφέας ως προοικονομία σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου υπόσχεται δια στόματος Σιμωνίδη στο Ανθρωπάκι «θα γράψω ένα βιβλίο και θα σε βάλω μέσα με τις λίγες χάρες σου και τα πολλά ελαττώματα σου για να σε βγάλω από πάνω μου, για να λευτερωθώ». Κι αλλού κάνοντας την αυτοκριτική του σημειώνει «ο αγώνας μάς πέρασε τις χειροπέδες, και πώς να ξεκολλήσουμε; Άδικα πάσχιζα να ξεκόψω από δίπλα σου, πάντα ερχόταν κάτι και με γύριζε πίσω. Μα πάνω στο ίδιο καράβι ταξιδεύαμε κι έπρεπε ν’ αγωνιστούμε μαζί για να γλιτώσουμε από τη φουρτούνα που το χτυπούσε λυσσασμένα».

Ανάμεσα στον αριστερό διανοούμενο και το Ανθρωπάκι εξαίρεται ο τύπος του Φάνη, γραμματέας της οργάνωσης του κομμουνιστικού κόμματος στην Αίγυπτο. Σεμνός άνθρωπος, αληθινός ηγέτης που υπηρετεί με ανιδιοτέλεια κι αυταπάρνηση το αριστερό κίνημα, διορατικός, οσμίζεται τις πονηριές των αντιπάλων και προσπαθεί να εξομαλύνει τις αντιθέσεις μεταξύ μελών του κινήματος, όταν εμφανίζονται. Πολλά θα μπορούσαν ακόμα να ειπωθούν για τον σύντροφο Φάνη που παρόλα τα προβλήματα υγείας του συνόδευσε τις Ταξιαρχίες εμψυχώνοντας τες σε κείνη την «πορεία θανάτου» αλλά και για την αναβολή της διαγραφής του Ανθρωπάκι από το κόμμα για να μη καμφθεί το ηθικό των συντρόφων που αγωνίζονταν σε τόσες δύσκολες συνθήκες φροντίζοντας όμως να του δέσει τα χέρια τοποθετώντας τον σε άλλο πόστο. Ο Τσίρκας ως πρότυπο για τη μυθιστορηματική μορφή του Φάνη είχε το Γιάννη Σαλά από την Ίκαρία, ο οποίος ίδρυσε την ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση) στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής, όπως φαίνεται από το Ημερολόγιο της τριλογίας που κρατούσε.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Ρούμπυ Ρίτσαρντς, του Άγγλου καθηγητή της φιλολογίας, ένας τύπος εστέτ, διανούμενος κι ομοφυλόφιλος που συγχρωτίζεται με τα μέλη της Αγγλικής πρεσβείας και λειτουργεί συχνά ως πληροφοριοδότης τους πιστεύοντας ότι υπηρετεί το συμφέρον της πατρίδας του αλλά συγχρόνως θέλει να διατηρεί και την αυτονομία και τον ανθρωπισμό του. Ήθελε να είναι μέσα στο σύστημα κι εκτός συστήματος. Υπάρχουν λέει «αυτοί που δέχονται το Καθεστώς. Τι σημασία έχει αν το πολεμάς ή  αν το υπερασπίζεσαι...έτσι κι αλλιώς, περιστρέφεσαι μέσα στον κολασμένο κύκλο του» κι αυτοί σαν το φίλο του τον Κουρτ που αγνόησαν το Καθεστώς και είπαν «ναι» στη ζωή πληρώνοντας με τη ζωή του τελικά αυτή την επιλογή, πεθαίνοντας όμως ευχαριστημένος.  Ο Ρούμπυ όμως είναι μια διαφορετική περίπτωση δεν «εξήλθε» μόνος του από το Καθεστώς αλλά τον διώξανε ξυλοκοπώντας τον άγρια, όταν θέλησε να υπερασπιστεί τις αξίες του. Στην τελευταία αναφορά του που ταχυδρόμησε σε μέλη της Αγγλικής πρεσβείας του και σε φίλους με τίτλο «Υποκρισία της Αλβιόνας» γράφει «χτίσαμε μια μεγάλη αυτοκρατορία κρατώντας στο ένα χέρι τη Γραφή και στ’ άλλο το πιστόλι. Και τις τσέπες γεμάτες με οικονομικές εκχωρήσεις...». Στη συζήτηση του με τον Σιμωνίδη αναφέρει «η μοίρα του ανθρώπου είναι τραγική. Όποιος δεν θέλει να απαρνηθεί την ανθρωπιά του έχει δυο δρόμους νς διαλέξει: ή να παραδοθεί στους μακελάρηδες σαν εξιλαστήριος αμνός ή είναι ο δρόμος που διατυπώνει επιγραμματικά ο Καβάφης «όσα μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά» για να διαφωνήσει όμως ο Σιμωνίδης μαζί του και με αυτό το κράμα «τολμηρού ερωτισμού και πνευματικής πειθαρχίας». Ο Ρίτσαρντς φιλοσοφούσε πάνω στην πολιτική, δεν εξασκούσε πολιτική «μακριά, φίλε μου, από τους βάλτους της πολιτικής. Αδύνατο να φανταστείς τις ραδιουργίες και τους μακιαβελισμούς, τι προδοσίες μαγειρεύουν» και πιο κάτω προειδοποιεί σχετικά με το ελληνικό ζήτημα μετά την απελευθέρωση «η Μόσχα τώρα και οι Αμερικανοί φοβάμαι πως σας ετοιμάζουν ένα τεράστιο λουτρό αίματος», όπως δυστυχώς κι έγινε!
Στο Κάϊρο λοιπόν του 1943 λίγο πολύ γνωρίζονται όλοι αυτοί μεταξύ τους και συναντιούνται τυχαία ή σκόπιμα για τις δουλειές τους. Ο Αιγυπτιώτης Τσίρκας μετά τον διωγμό των Ελλήνων από κει δεν μπορεί να ξεχάσει την πόλη που αγάπησε κι  έζησε τόσα χρόνια κι αναπλάθει με τη γραφή του όμορφα στέκια δίπλα στο Νείλο. «το κέντρο ήταν χωμένο μέσα σε ευκάλυπτους και φοινικιές` πέργολες με κισσούς κι αγιοκλήματα, ροδοδάφνες και θάμνοι σχηματίζανε φωλιές, αλλού μικρές για ζευγαράκια κι αλλού πιο ευρύχωρες για παρέες [...] απ’ το μαγειριό ακούγονταν οι παραγγελίες των γκαρσονιών, η γκρίνια του διευθυντή, ο κρότος των πιάτων και των ποτηριών, η τσίκνα των περιστεριών που ψήνονταν. Οι ευκάλυπτοι ευωδιάζανε πυρωμένοι όλη μέρα από τον ήλιο. κάθε τόσο ανέβαινε μεσ’ από τα σκοτεινά φυλλώματα το γαργαριστό χάχανο μιας Αραπίνας αρτίστας που διασκέδαζε με συντροφιά, το γέλιο της έτρεχε (!) πάνω στο ποτάμι, φαρδιές μαούνες κατεβαίνανε αργά μέσα στο φεγγαρόφωτο, φορτωμένες με βαμβακόσπορο. Μακριά στην άλλη όχθη, φαίνονταν φωτιές` θα τανε τίποτα νυχτοφύλακες που ψήνανε τσάι για τη βεγγέρα». ή αλλού «τράβηξα ανατολικά για κάτι επαύλεις πάνω στο ποτάμι. Η νύχτα ήταν χλιαρή, ένα δρομάκι ανέβαινε παράλληλα στην όχθη. Χουρμαδιές, λάμπαχ (αραβικές ακακίες) και γαζίες...Αγαπημένα τοπία της Αιγύπτου που αποπνέουν μεσογειακό χρώμα κι Ανατολή μαζί, ηρεμία και ζεστασιά, κι ευτυχισμένες στιγμές γι όσους τα γεύτηκαν!
Εκεί όμως που ο συγγραφέας μας μεταφέρει όλο το κλίμα της «λαγγεμένης Ανατολής» είναι το παζάρι του Χαν Χαλίλ στο κέντρο του Καϊρου. Ένας παραμυθένιος κόσμος χρωμάτων κι αισθήσεων συνεπαίρνουν τον επισκέπτη και τον ταξιδεύουν σε άλλους χρόνους και τόπους. Μύθοι παλιοί  και συνειρμοί κάθε λογής ξυπνούν, κάνοντας τη φαντασία να καλπάζει. «τα πλουμιστά τουλουπάνια, τα γενοβέζικα βελούδα, τα τουρμπάνια της Μεδίνας, τα ροδίτικα κεντήματα ν΄ανεμίζονται προς τιμή της (της επισκέπτριας που μαγεύτηκε απ’ αυτά), όλα τ’ αρώματα της Αραβίας να τη ραίνουν κι όλα τα ρουμπίνια της Κεϋλάνης να την πετροβολούν...μα το εσνάφι των εμποράκων οι πονηροί Σαμλήδες, Αιγύπτιοι, Τουνεζιάνοι, Πέρσες, Οβριοί δεν θα στρωναν τα εξαίσια Ταμπρίζ και τα βασιλικά Χουρασάν (χαλιά) για τα τακούνια μιας ξένης. Τα έχουν μάθει (τα τέτοιας ποιότητας χαλιά) στην αρωματισμένη αφή (!) των τρυφερότερων πελμάτων». Τι να πει κανείς για τον τρόπο που χρησιμοποιεί συγκινησιακά τη γλώσσα ο συγγραφέας, για τα ποικίλα σχήματα λόγου που απογειώνουν το κείμενο! Κοσμητικά επίθετα, μεταφορές, προσωποποιήσεις, σχήμα συναισθησίας όπου η όσφρηση και η αφή αποδίδουν την ποιότητα των χαλιών, εικόνες οπτικές, εικόνες που αποδίδουν την κίνηση, την αφή την όσφρηση...(οι παρενθέσεις δικές μου για να σχολιάζω)
Οι περιγραφές του Τσίρκα είναι πολύ δυνατές, άλλοτε περισσότερο ρεαλιστικές κι άλλοτε πιο λυρικές.  Η πένα του μνημονεύει και το Καφενείο με τους Καθρέπτες που εντυπωσίαζε όποιον το επισκεπτόταν «ένοιωθες πως μπήκες άξαφνα σε διαφορετική γειτονιά, ίσως και σ’ άλλο κόσμο, ίσως και σ’ άλλη εποχή [...]ο χρόνος εδώ κυλούσε αλλιώς, η ταραχή του κόσμου εκόπαζε, όλα παίρνανε τη δική τους αξία: ο στοχασμός, η νοσταλγία, η ρέμβη [...] πολλοί και μεγάλοι καθρέπτες κρεμασμένοι μόνιμα έξω και μέσα στο καφενείο σκεπάζοντας τους λεπρούς τοίχους των χαμόσπιτων μέσα στο δρόμο. Καθρέπτες με νερά καθαρά κι αστραφτερά σαν όνειρο, με σκαλιστές κορνίζες φερμένοι από τη Βενετιά, τα Γιάννενα, τη Λόντρα, το Παρίσι, τη Βιέννη τον καιρό του Ισμαήλ και της (αυτοκράτειρας της Γαλλίας) Ευγενίας και πιο παλιά στα χρόνια του Ναπολέοντα και των χαρεμιών των Μαμελούκων. Κι ήτανε κι άλλοι με χαλασμένα νερά και κορνίζες ξεφτισμένες που σε μαγνητίζανε περισσότερο γιατί από τις χαρακιές τους έβλεπες πίσω από το σήμερα και το χτές, πίσω από το χρόνο, τη λάσπη που σουβάντιζε τους τοίχους, τη ματαιότητα...»
Η διακειμενικότητα επίσης αποτελεί  ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα και των τριών έργων της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Ήρωες του, όπως ο Μάνος Σιμωνίδης, ο Ρούμπυ Ρίτσαρντς, ο Πήτερ μεταφέρουν ένα πλούσιο πολιτισμικό φορτίο από τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα, την κλασσική παιδεία και τη μοντέρνα τέχνη. Αναφορές στους μεγάλους ποιητές του 20ου αιώνα τον Άγγλο Έλιοτ που η ποίηση του είναι γεμάτη στοχασμό, τον Έλληνα Καβάφη, Αιγυπτιώτη κι αυτόν, το έργο του οποίου έχει μελετήσει ο Τσίρκας, στίχοι από ποιήματα του Μπωντλαίρ, τα οποία εμπνεύστηκε από το μεγάλο έρωτα του για την Απολλωνία Σαμπατιέ, που η ομορφιά της και η ζωή της προκαλούσαν τα ήθη της εποχής και της οποίας η προτομή με τον ξεγυμνωμένο μαστό από το γλύπτη Κλεζενζέ βρίσκεται συο Λούβρο. Ολόκληρος μύθος έχει δημιουργηθεί γύρω απ’ τον έρωτα αυτόν, τον οποίο είχε εξιδανικεύσει ο Μπωντλαίρ παρόλο που η Σαμπατιέ είχε άλλον εραστή που την συντηρούσε πληρώνοντας ακόμα και το ζωγράφο Μεσενιέ για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της.
 Τελικά η «Αριάγνη» είναι ένα μυθιστόρημα που κινείται σε πολλά επίπεδα, καθώς σημειώνει η επιμελήτρια της έκδοσης Χρύσα Προκοπάκη. Κατάφερε να δέσει σε μια ενότητα ιστορικά γεγονότα, στοχαστική σκέψη, μύθο και σύμβολα, λυρισμό και ρεαλισμό, ποιητικές ενατενίσεις, που όλα μαζί απογειώνουν το κείμενο.

3. Η Νυχτερίδα


Εκεί που τελειώνει το Δέλτα του Νείλου στη δυτική πλευρά του και που αρχίζει ο μεγάλος κόλπος είναι κτισμένη η πόλη της Αλεξάνδρειας έχοντας μπροστά της την ανοιχτή Μεσόγειο! Η τεράστια παραλία της σε μήκος σηματοδοτείται δυτικά από το νησί Φάρος σε πολύ μικρή απόσταση από την ακτή, το οποίο με το μήκος του «φράζει» τμήμα της παραλίας. Πάνω του δεσπόζει το φρούριο που έκτισε το 15ο  αιώνα ο σουλτάνος Κάϊτ μπέης στη θέση του αρχαίου φάρου. Ανατολικότερα η παραλία σηματοδοτείται από το ακρωτήρι Σιλσίλα που λειτουργεί ως ένας φυσικός λιμενοβραχίονας. Το νησί και το ακρωτήρι οριοθετούν και τα δυο μαζί το μεγάλο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, το αποκαλούμενο Ανατολικό. Μια μεγάλη παραλιακή λεωφόρος, η ονομαζόμενη Κορνίς, διατρέχει την ακτή. Προπολεμικά στην αμμώδη παραλία της, κάτω από τη λεωφόρο Κορνίς είχαν ανοίξει πλαζ για τους λουόμενους : η αριστοκρατική του Σαν Στέφανο με μια σειρά μικρές καμπίνες με φανταχτερά χρώματα, σεζ-λογκ και μεταξωτά ομπρελίνα που κρατούσαν οι λουόμενοι για να μη λιάζονται, πιο πέρα η πλαζ Λωράν με καμιά δεκαριά παράγκες αμπογιάτιστες, πιο πέρα η πλαζ Μπω –Ριβάζ με το ομώνυμο ξενοδοχείο για νιόπαντρους. Πιο πέρα στον κάβο του Παλαί, όπου τελειώνει η παραλία, βρίσκονταν τα μπάνια του Πετρού, «ένα σύμπλεγμα από ξύλινες παράγκες και ταρατσούλες, στηριγμένο πάνω σε μαδέρια που κάτω τους τρέχουν τα νερά και σπάνε τα κύματα όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη».
Ενδότερα την πόλη διασχίζει η λεωφόρος Αμπουκίρ, που συναντά κάθετα την Κορνίς, και πλήθος άλλων δρόμων που διασταυρώνονται αφήνοντας χώρο για την πολυσύχναστη αγορά της Κλεοπάτρας με τα μπακάλικα, τα καπνοπωλεία, τα καφενεία της. Κυβερνητικά κτήρια, νοσοκομεία μεταξύ των οποίων το Ελληνικό, το Ισραηλιτικό για τις  διάφορες παροικίες  που ζούσαν τότε εκεί, καθεδρικοί ναοί για τους θρησκευόμενους Έλληνες, Ιταλούς, Μαλτέζους, Άγγλους, Γάλλους...και συνοικίες όπως το Καρτιέ Γκρέκ για τους πλούσιους Ελληνες, συμπλήρωναν την εικόνα αυτής της πολυπολιτισμικής πόλης λίγο πριν τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι μεγάλες μάζες των Αιγυπτίων κατοικούσαν στις φτωχοσυνοικίες, βεδουίνοι οι περισσότεροι. Μια σιδηροδρομική γραμμή, ένωνε την Αλεξάνδρεια με το Κάϊρο -που ήταν κτισμένο δίπλα στο Νείλο λίγο πριν αρχίσει το μεγάλο Δέλτα του ποταμού- και η οποία έφτανε στην Αλεξάνδρεια διασχίζοντας την περιοχή Ράμλι με τις φτωχοσυνοικίες του.
 
Στο Ράμλι λοιπόν στα ανατολικά περίχωρα της Αλεξάνδρειας, εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες που έφταναν κατά κύματα καθόλο τον 19ο αιώνα. Μεταξύ αυτών έφτασαν και οι πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας του του Μάνου Σιμωνίδη. Ο θείος Αντουάνος έφτασε από τη Χίο το 1881, όπου εγκαταστάθηκε στα κτήματα του κόντε Ζιζίνια. Χιώτης κι αυτός βρήκε άσυλο εκεί μετά τη σφαγή της Χίου το 1822 που τους παραχώρησε ο Μοχάμετ Άλη, πατέρας του Ιμπραήμ, εκείνου που αργότερα τον έστειλε στην Πελοπόννησο να καταπνίξει την επανάσταση του 1821! Βλέπετε η πολιτική του απέναντι στον Οθωμανό  Σουλτάνο καθόριζε και τη στάση του απέναντι στους Έλληνες! Ο Ζιζίνιας κάτοχος εκατοντάδων στρεμμάτων στο Ράμλι καλοδέχεται τον Αντουάνο «τα βλέπεις όλα τούτα, δικά μου είναι, τόση γης μήτε μια μπουκιά ψωμί δεν πιάνει. Θα πάρει αξία, μα πότε...» Μονάχα μπεντουβίνοι (Άραβες νομάδες) υπήρχαν εκεί γύρω. «τα βράδυα, που είχαμε στρωμένο τραπέζι έξω, έβλεπες να περνάνε μπεντουβίνικες φαμελιές, με τα μισόγυμνα βρέφη καβάλα στο ώμο, και τις κατσίκες που φορούσαν κάτι βρώμικα μικρά βρακιά για να προστατεύουν τα μαστάρια τους. Οι άντρες τυλιγμένοι στις τρίχινες κουφίες (που κάλυπταν το κεφάλι) με το ραβδί περασμένο πίσω στη ράχη, αποκρίνονταν ήρεμα στις γυναίκες τους [...] κρυμμένες πίσω από μάλλινους φερετζέδες, πλουμισμένους με μπλε χάντρες και ψεύτικα φλουριά»
Ο Αντουάνος πρόκοψε εκεί. Έκτισε την παράγκα του, φύτεψε το σκίνο που έφερε από τη Χίο κι έκανε «μια μάντρα παιδιά». «την παράγκα τη φύλαγε η σκιά του σκίνου. Είχε θεριέψει μέσα σε σαράντα χρόνια, κι ήταν ο κορμός της σαν κάστρο, με μια κουφάλα που χωρούσε άνθρωπο, και τα κλαδιά απλώνονταν δυνατά και στριμμένα πάνω από την παράγκα ως το μονοπάτι. Το φύλλωμα του ήταν δασύ και σκοτεινό, και κάπως μυστήριο, και δεν ήξερες ποτέ, όταν σήκωνες τα μάτια από κάτω του, αν εκεί ήτανε γάτα ή άνθρωπος σκαρφαλωμένος και σε παραφύλαγε. Κι όταν ερχόταν η άνοιξη, γέμιζε ο σκίνος λουλουδάκια κίτρινα σαν μικρούτσικα κύπελλα όλο γύρι και μέλι, και πέφταν, πέφταν βροχή [...] κι όσα λουλουδάκια γλίτωναν, δένανε και γίνονταν κάτι μικρά πράσινα βολαράκια, τσαμπιά τσαμπιά. Και στο έβγα του καλοκαιριού, βάφονταν κόκκινα κι ήταν στεγνά σαν καμωμένα από ταρταρούγα, κι έτσι απόμεναν ως τα Χριστούγεννα. Κι από τις σκισματιές του γεροσκίνου έσταζε και κρεμόταν κόμποι το μαστίχι, που μοσκοβόλαε μέσα στο στόμα, πικρό και πιπεράτο» Προσωπικά ωραιότερη περιγραφή για το μαστιχόδεντρο της Χίου σε όλες της εποχές του χρόνου του δεν έχω διαβάσει!
Ο θείος Αντουάνος αγάπησε την καινούργια γη που τον δέχτηκε, δημιούργησε καλές σχέσεις με τους ντόπιους βεδουϊνους και συχνά έλεγε στους συμπατριώτες του «μουσαφιραίοι είμαστε (εδώ), τί θαρρείτε; ήρταμε, καλοκάτσαμε, κάναμε παιδιά κι εγγόνια. Ωραία. Μα ο νοικοκύρης κοιμότανε. Αμέ; Να τον ξυπνήσουμε, λέω. Να του ζητήσουμε το ελεύτερο, να μας πει κοπιάστε, για να γίνει το σωστό [...] (αλλιώς) θα μας δώσει μια κλωτσιά και θα μας ρίξει στη θάλασσα. Μην ακούτε μωρέ τους Φράγκους. Ο νους τους είναι στον παρά, ό, τι αρπάξουνε να παν να το ξεκοκαλίσουν στας Ευρώπας. Δεν είναι τόπος αυτός, δεν τον πονούνε [...] η γη αυτή είναι νταρντάνα... μα για να γενοβολήσει θέλει ξεπάτωμα, πού να την προφτάσουμε εμείς οι μουσαφιραίοι. Αυτή γυρεύει τον αφέντη της. Δώστε τη σε τούτους εδώ, που είναι δική τους, και να δείτε...»
 Ο συγγραφέας φροντίζει μέσα από τις αναδρομές στο μακρινό αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν της Αλεξάνδρειας να μας υπενθυμίζει την μακρόχρονη ιστορία της.. Η παρουσία των Ελλήνων εκεί ξεκινά από τα αρχαία χρόνια, προτού ακόμα κτισθεί η πόλη της Αλεξάνδρειας από τον Μέγα Αλέξανδρο το 331 π.Χ. οπότε αρχίζει και η μεγάλη οικονομική και πολιτιστική της ακμή κατά τα ελληνιστικά χρόνια, η οποία τελείωσε με την κατάκτηση από τους Ρωμαίους της Κλεοπάτρας του βασιλείου των Πτολεμαίων για να ακολουθήσουν αργότερα κατά τη διάρκεια των αιώνων οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Μαμελούκοι, οι Οθωμανοί και κατά τα νεότερα χρόνια οι Γάλλοι με τον Ναπολέοντα και μετά οι Άγγλοι. Από το 19ο αιώνα η Αλεξάνδρεια αρχίζει να αναδεικνύεται σε μεγάλο οικονομικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου συγκεντρώνοντας πλήθος κόσμου από διάφορες εθνικότητες που την μεταμόρφωσαν σε μια κοσμοπολίτικη πόλη. Έτσι βρέθηκαν εκεί και οι Έλληνες δημιουργώντας μια ακμαία ελληνική παροικία, την οποία ο Τσίρκας παρουσιάζει (όπως και στην "Αριάγνη") κάνοντας ελάχιστες αναφορές στους μεγαλοαστούς Χωρέμη και Μπενάκη σε αντίθεση με τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα στα οποία στέκεται πολύ.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας εστιάζει στην Αλεξάνδρεια του 1922, του 1882, του 1822, στην Αλεξάνδρεια της μπελ-επόκ και στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των Αιγυπτίων κατά των Άγγλων κατά τα χρόνια αυτά, τα οποία σημειωτέον είχαν αναφερθεί και στην «Αριάγνη». Ο θείος Αντουάνος θυμάται το κίνημα του Αραμπή πασά το 1882, τότε που χρεωκόπησε η Αίγυπτος απ’ τη κακή διακυβέρνηση της απ’ τον Ισμαήλ πασά αυτό που κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα. Οι Εγγλέζοι επιβάλλοντας Διεθνή οικονομικό έλεγχο ήρθαν και στρογγυλοκάθησαν στην χώρα προσπαθώντας να επιβάλλουν την οικονομική και πολιτική τους κυριαρχία. Τότε ξεσηκώθηκε ο λαός  με τον Αραμπή επικεφαλής και οι Άγγλοι βομβαρδίσανε την Αλεξάνδρεια. Αν και ο Αραμπή και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ηττήθηκαν, στη μνήμη του λαού παραμένει ο μεγάλος λαϊκός ήρωας τους. Ο θείος Αντουάνος πρόλαβε να ζήσει και το κίνημα του Ζαγλούλ πασά το 1919, αμέσως μετά το τέλος του Α! Παγκόσμιου πολέμου για την ανεξαρτησία της Αιγύπτου, την οποία είχαν υποσχεθεί, αν νικούσαν στον  παγκόσμιο πόλεμο. Αθετώντας την υπόσχεση τους οι Άγγλοι, ο λαός ξεσηκώνεται και οι Άγγλοι καταστέλλουν το κίνημα. Στην «Αριάγνη» περιγράφεται  η εισβολή τους με τα τανκς ακόμα και μέσα στα στενοσόκκακα της συνοικίας Μπαλάξα του Καϊρου. Τελικά το 1922 η Αίγυπτος ανακηρύσσεται ανεξάρτητο βασίλειο υπό όρους με βασιλέα το Φαρούκ που βασιλεύει και στα χρόνια του Β! Παγκόσμιου πολέμου.  
 
 Στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας λοιπόν κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου βρίσκονται τα πλοία του ελληνικού Ναυτικού και η ισχυρή παρουσία της ελληνικής παροικίας εκεί αναγκάζουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους αλλά και τα μέλη της Αριστεράς να μετακινούνται διαρκώς μεταξύ Καϊρου κι Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια λοιπόν την 28η  Οκτωβρίου 1943 οργανώνεται γιορτή από την ελληνική κοινότητα για την τρίτη επέτειο της ελληνικής Αντίστασης κατά του φασισμού και το βράδυ παραθέτουν δείπνο στο παραθαλάσσιο καζίνο του Σάτμπυ, έχοντας προσκαλέσει τη κυβέρνηση. Το ακανθώδες θέμα που καίει όλους εκείνη την εποχή είναι η συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας για την οποία δεν συμφωνούν όλοι. Κομβικό σημείο, το είδος του πολιτεύματος που θα επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της από τους Γερμανούς. Οι δημοκρατικές δυνάμεις δεν θέλουν τη μοναρχία, γιατί ήταν γνωστές οι σχέσεις του βασιλιά Γεωργίου Β! με το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. «με μεγάλη καθυστέρηση,  το Φλεβάρη του 1942, ο βασιλιάς και η εξόριστη κυβέρνηση υπογράφουν συντακτική πράξη με την οποία καταργείται και τυπικά το καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου»(!) σημειώνεται στο Ιστορικό Σημείωμα της «Λέσχης» Απ’ την άλλη ο βασιλιάς και οι Εγγλέζοι δεν θέλουν τους κομμουνιστές στην κυβέρνηση, γιατί πιστεύουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα μπορούν να την ελέγχουν.
 Μια κυβέρνηση που θα ελέγχεται από τους βενιζελοκομμουνιστές τρέλαινε στην ιδέα το βασιλιά Γεώργιο Β!. Όμως «όλες οι (αντιστασιακές) οργανώσεις, όλα τα κόμματα, ακόμα κι ο Κανελλόπουλος, κι ολόκληρη η κυβέρνηση  με πρώτο τον Τσουδερό, υπογράψαμε  τη δήλωση πως για να αποφύγουμε ταραχές κι αιματοχυσία (εμφύλιο πόλεμο) μετά την απελευθέρωση, πρέπει ο βασιλιάς να μη γυρίσει στην Ελλάδα πριν αποφασίσει ο λαός για τη μορφή του πολιτεύματος (με δημοψήφισμα). Κι ο βασιλιάς συνεννοείται κρυφά με το Τσώρτσιλ και τον Ρούσβελτ να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση! Κι αργότερα ο βασιλιάς επιβάλλει στη κυβέρνηση Τσουδερού να μη δεχτεί την αντιπροσωπεία της Εθνικής Αντίστασης που ήλθε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1943 για να συζητήσουν για τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
«Τελείωσε το ταξίδι του μέλιτος με τους Συμμάχους. Όταν πολεμούσαμε στην Αλβανία ήταν τα αρραβωνιάσματα. Οι γάμοι γίνηκαν πάνω στις δύσκολες ώρες του Στάλινγκραντ (Γενάρης του 1943). Από κει και πέρα χωρίζουν τα νερά, πάμε για διαζύγιο» με αυτήν την ωραία αλληγορία περιγράφονται οι σχέσεις των Συμμάχων κυρίως των Εγγλέζων με την ελληνική Αριστερά.
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα παρατίθεται το δείπνο για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου στο παραθαλάσσιο καζίνο της Αλεξάνδρειας. Ο Τσίρκας πλάθει με πολλή αγάπη και παραστατικότητα τη μορφή του γέροντα πια Γεωργίου Ρούσου δικηγόρου,  αντιπροέδρου  της  κυβέρνησης, πρώην υπουργού και φίλου του Ελευθερίου Βενιζέλου, ατόμου εμπιστοσύνης για την Αριστερά κι αντιμοναρχικού, που προσέρχεται στη γιορτή. «Πρώτος απ’ τους επισήμους έφτασε ο Ρούσος. Ψηλός, βαρύς, με τις κοιλιές και τη φαλάκρα του προχωρούσε ακουμπώντας με το δεξί πάνω στον ώμο του δικηγοράκου που τον συνόδευε. Του καναν τόπο να περάσει, χειροκρότημα κανένα, τον μισούσαν θανάσιμα τον γέρο... μέσα από το πλήθος κάποιος κιτρινιάρης φώναξε «βασιλοφάγε» κι αμέσως μετά ένα γκρούπο απάγγειλε ρυθμικά το σύνθημα της δεξιάς «Πα-νε-λλή-νιος έ-νω-σις». Τότε ο γέρος σταμάτησε, γύρισε και τους κοίταξε. Χαμογελούσε. Πήρε το δεξί χέρι του το σήκωσε ψηλά και φώναξε «Δημοκρατία» (υπονοώντας όχι στη Μοναρχία) με βροντερή φωνή και το μούτρο του έλαμψε. Νεκρική σιωπή.»  
 Η έκπληξη της βραδυάς όμως ήταν οι προκηρύξεις που βρήκαν οι επίσημοι μέσα στις διπλωμένες πετσέτες τους πάνω στα τραπέζια του δείπνου, τις οποίες είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν μέσα κάποιοι αριστεροί. Ο Ρούσος ψύχραιμος κι ευχαριστημένος κατά βαθος σηκώνει ψηλά μια απ’ αυτές και φωνάζει του πρωθυπουργού για να τις δουν όλοι «Μανώλη τη βρήκες την προκήρυξη; Τώρα πρέπει να τη διαβάσεις». και η προκήρυξη τους έλεγε κατάμουτρα την αντισυμμαχική συμπεριφορά τωνΑγγλοαμερικάνων, την υποχώρηση των δικών μας πολιτικών για να έχουν την υποστήριξη ή την εύνοια τους  και καλούσε τους Έλληνες πολιτικούς να ακολουθήσουν εθνική πολιτική  και να συγκροτηθεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας για να αποφευχθεί ο εμφύλιος σπαραγμός.  Αυτός ο Γ. Ρούσος  που υποστήριζε με τόλμη τις απόψεις του, υπέρμαχος της εθνικής συννενόησης, λίγους μήνες αργότερα παραιτείται από την κυβέρνηση, όταν διαφώνησε με την τακτική της να περάσει το θέμα της επιστροφής του βασιλιά με φράσεις «κατόπιν συμφωνίας της κυβερνήσεως» αθετώντας την υπόσχεση δημοψηφίσματος. Τον εγκατέλειψαν όμως και οι βενιζελικοί και οι κομμουνιστές, διότι καθένας νόμιζε ότι δεν τους έκφραζε. Έτσι   χάθηκε μια ευκαιρία εθνικής συνεννόησης κι αντίθετα η κατάσταση άρχισε να οξύνεται.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν κατά την κρίσιμη χρονιά από Μάρτη του 1943 ως  και τον Απρίλη του 1944 είναι τόσα πολλά και τόσο δραματικά που δείχνουν αφενός την ωμή επέμβαση των Εγγλέζων στα εσωτερικά συμμάχου χώρας κόντρα στο Χάρτη του Ατλαντικού που απαγόρευε κάτι τέτοιο -και που είχε υπογραφεί δυο χρόνια νωρίτερα από Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ- κι αφετέρου την αδυναμία των δικών μας να χαράξουν και να επιβάλλουν εθνική πολιτική προς συμφέρον της πατρίδας τους.  Αναφέρονται επί τροχάδην τα κυριότερα γεγονότα κατά χρονολογική σειρά, η εξέλιξη των οποίων άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή του βασιλιά και μέσω αυτού για την ισχυροποίηση των Εγγλέζων και των Αμερικανών στην Ελλάδα:
  1. Μάρτης 1943 : το ονομαζόμενο μικρό Κίνημα του ελληνικού στρατού –όπου σημειώθηκε νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων με περιορισμό των βασιλομεταξικών αξιωματικών στις Ταξιαρχίες. Μετά τη νίκη αυτή οι Εγγλέζοι φοβούμενοι ακολουθούν πολύ σκληρή γραμμή έναντι του ελληνικού στρατού, διότι δεν τον ήθελαν για να πολεμάει αλλά να είναι όργανο τους-χωροφύλακας για να επιβάλουν το πολιτειακό καθεστώς που επιθυμούσαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Ακολουθούν φυλακίσεις στις διαβόητες για τα βασανιστήρια τους αγγλικές φυλακές.
  2. Ιούνης 1943: η «πορεία θανάτου» των Ταξιαρχιών στην έρημο της Παλμύρας για να σπάσουν το ηθικό των δημοκρατικών.
  3. Ιούλης 1943: η δολοφονία, που παρουσιάστηκε ως «αυτοκτονία» του αριστερού στρατιώτη Πυγμαλίωνα και στη συνέχεια τα αντίποινα των συναδέλφων του κατά αξιωματικών της Β! ταξιαρχίας που τους θεώρησαν υπεύθυνους για το θάνατο του. Γεγονός που διευκόλυνε τα βρετανικά σχέδια για τη διάλυση της Β! Ταξιαρχίας κι «σύμπτυξη» της στο Όγδοο Τάγμα που το στείλανε στη Βεγγάζη να φυλάει Γερμανούς αιχμαλώτους «αιχμάλωτοι φυλάνε αιχμάλωτους» αναφέρεται ειρωνικά στο έργο.
  4. Αύγουστος 1943: επιτέλους δέχεται η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάϊρο αντιπροσωπεία της Εθνικής Αντίστασης (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) από την Ελλάδα για να συζητήσουν για τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Κατόπιν απαιτήσεως όμως του βασιλιά και μετά από διαβουλεύσεις και παλινωδίες εξαποστέλλονται κακήν κακώς άπραχτοι στην Ελλάδα.
  5. Σεπτέμβριος 1943: «το πείραμα της Σάμου» από τους Εγγλέζους, όπως αποκαλείται μέσα στο έργο. Υπενθυμίζουμε πως οι Σύμμαχοι μετά τη νίκη τους επί του Ρόμελ και τη νίκη στο Στάλιγκραντ προβλέπουν ότι «ο πόλεμος τελειώνει, τα απελευθερωτικά κινήματα φουντώνουν, τα ελληνικά πράγματα ωριμάζουν»  γι αυτό πρέπει να λάβουν τα μέτρα τους να κρατήσουν τους λαούς στη σφαίρα επιρροής τους. Η ιταλοκρατούμενη Σάμος (η Ικαρία, η Κως και η Λέρος αργότερα) απελευθερώνεται ύστερα από τη πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ που είχαν αναπτύξει μεγάλη αντιστασιακή δράση στο νησί οργανώνουν τη λαϊκή εξουσία στο ελεύθερο πια νησί. Οι Εγγλέζοι φρίττουν! Και παρόλο που αναμένουν τώρα τη γερμανική επίθεση δεν εφοδιάζουν με όπλα τον ΕΛΑΣ και μετά τη γερμανική επίθεση και κατοχή της Σάμου την αφήνουν ανυπεράσπιστη δίνοντας εντολή στον ΕΛΑΣ να εγκαταλείψει το νησί. Οι στρατιώτες του ΕΛΑΣ κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Παλαιστίνης παρά τις υποσχέσεις ότι θα δράσουν ως μάχιμοι.
  6.  10 Μαρτίου 1944 συγκροτείται η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), γνωστή ως «κυβέρνηση του βουνού» από αντιπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων με πρόεδρο τελικά τον Αλέξανδρο Σβώλο. Το γεγονός αυτό κάνει πιο επιτακτικό το αίτημα για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας γι αυτό οι δημοκρατικές δυνάμεις πιέζουν την εξόριστη κυβέρνηση να αρχίσουν οι διαδικασίες.
  7. 30 Μαρτίου 1944 συγκροτείται Επιτροπή Αξιωματικών ή αλλιώς Επιτροπή των 13 αξιωματικών που εκφράζουν «το εθνικό μέτωπο σε μικρογραφία: Φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές» και στέλνει Υπόμνημα στον Τσουδερό για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Τσουδερός αρνείται, κατόπιν πιέσεως του βασιλιά. Συλλαμβάνεται η Επιτροπή και φυλακίζεται αλλά ο φρούραρχος υποβάλλει παραίτηση και οι φύλακες κλείνονται μέσα μαζί τους. Στις 3 Απρίλη ο Τσουδερός αναγκάζεται να  παραιτηθεί από πρωθυπουργός που αντικαθίσταται στις 13 Απρίλη από τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
  8. Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα ξεκινά το κίνημα του Απρίλη του ’44, το επονομαζόμενο Μεγάλο σε σύγκριση με αυτό του Μαρτίου του 1943: Τα τρία όπλα, Στρατός, Ναυτικό, Αεροπορία εξεγείρονται και απαιτούν τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Οι Άγγλοι με το πρόσχημα ότι οι Έλληνες εξεγείρονται κατά της νόμιμης κυβέρνησης συμμαχικής χώρας επεμβαίνουν και πολιορκούν την πρώτη Ταξιαρχία που στρατοπέδευε έξω από την Αλεξάνδρεια. (τη Δεύτερη την είχαν διαλύσει). Κηρύσσουν επίσης ναυτικό αποκλεισμό στο Στόλο μας που βρισκόταν μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Πολιορκούν ακόμα και τη σχολή Ναυτικών Δοκίμων στην Αλεξάνδρεια και απαγορεύουν στον Έλληνα υπουργό Στρατιωτικών να έχει επαφές με Έλληνες αξιωματικούς. Ζητούν από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής αφοπλισμό και παράδοση. Οι Έλληνες αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα τους, αυτά με τα οποία νίκησαν τις στρατιές του Ρόμελ στην Αφρική. Οι τοπικές εφημερίδες κι ο διεθνής Τύπος τους παρομοιάζουν με τους αρχαίους  Έλληνες στις Θερμοπύλες. 22 μέρες κράτησε η Αντίσταση τους κι ας βασανίζονταν από από την πείνα και τη δυσεντερία. Οι Εγγλέζοι, αφού είδαν πως το ηθικό τους δεν κάμπτεται αποφασίζουν να τους βομβαρδίσουν! Στις 22 προς 23 Απρίλη ξημερώνοντας του Άι Γιωργιού το εγγλέζικο καταδρομικό Αίας με τα κανόνια του άνοιξε πυρ κατά των ελληνικών πλοίων «Αποστόλης», «Σαχτούρης», «Ιέραξ» ενώ μετά από λίγο ανέβαζαν ανθρώπους ντυμένους με μαύρα  πάνω στα καράβια που άρχισαν να χτυπούν τους Έλληνες ναυτικούς. Κι αυτοί δυστυχώς ήταν έλληνες! Το αντιτορπιλικό «Ήφαιστος» που ήταν γεμάτο τορπίλες φοβήθηκαν και δεν το χτύπησαν. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος παραιτείται από πρωθυπουργός.
  9. 26 Απρίλη 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου έρχεται από την Ελλάδα κι ορκίζεται πρωθυπουργός.
 Ακολουθεί η Συνδιάσκεψη του Λιβάνου (17-20 Μαίου 1944), όπου μέσα σε κλίμα απομόνωσης και εκφοβισμού για την Αριστερά συγκροτείται κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου δίνοντας έξι δευτερεύοντα υπουργεία στην Αριστερά, η οποία για αντάλλαγμα υπέγραψε τις προκηρύξεις που αποκήρυτταν το κίνημα του Απρίλη. Οι προκηρύξεις έγραφαν:
 «Το κομμουνιστικό κόμμα, το ΕΑΜ και η Πολιτική Επιτροπή καταδικάζουν την τελευταίαν στάσιν» 
Και μάλιστα τα εγγλέζικα αεροπλάνα τις προκηρύξεις αυτές τις έριξαν πάνω από τα στρατόπεδα των Ελλήνων δημοκρατικών στην έρημο της Αφρικής, όπου εκρατούνταν όσοι γλίτωσαν από το κίνημα του Απρίλη... κι έτσι τους αποτελείωσαν!!
Και οι ευθύνες της Αριστεράς που βρίσκονται; Πώς διαχειρίστηκαν τα γεγονότα; Το αριστερό κίνημα έθεσε ως βασικούς στόχους την απελευθέρωση της πατρίδας από τους Γερμανούς και μετά την απελευθέρωση τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Και είναι προς τιμή του μάλιστα ότι αυτό πρώτο έθεσε  το ζήτημα της συγκρότησης μιας τέτοιας κυβέρνησης. Έθεσε ακόμα και την εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας, αν θα έπαιρνε την εξουσία. Οι στόχοι συμβάδιζαν με την ιστορική αναγκαιότητα της εποχής αλλά η μεθόδευση τους απαιτούσε ελιγμούς κι όχι δογματισμούς, διαφορετικά η Ελλάδα θα οδηγείτο σε εμφύλιο σπαραγμό. Χωρίς να βάλουν νερό στο κρασί τους όλες οι πλευρές, η εθνική ενότητα θαβόταν. Η Συνεργασία ήταν λοιπόν εκ των ων ουκ άνευ για την Αριστερά και για τη Δεξιά, ή ήταν κάποια απ’ αυτές τόσο δυνατή,  ώστε να επιβληθεί στην άλλη χωρίς αιματοχυσία; Πρώτα λοιπόν συνεργασία του ελληνικού στρατού με τις Συμμαχικές Δυνάμεις για την απελευθέρωση της Ελλάδας και ύστερα συνεργασία Δεξιάς-Αριστεράς -που σημαίνει αμοιβαίες υποχωρήσεις- για τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Όσον αφορά τη Δεξιά αναφέρθηκαν οι παλινωδίες της κάτω από την πίεση το βασιλιά. Όσον  αφορά το αριστερό κόμμα κάποιοι μέσα σ’ αυτό υπονόμευσαν τη συνεργασία με τα λόγια ή τις πράξεις τους. Το Ανθρωπάκι το κάνει συνειδητά άλλοι όμως όπως ο Γαρέλας παρασύρονται συναισθηματικά πιεζόμενοι από αποτυχίες του κινήματος,   προβάλλοντας ως δικαιολογία την επαναστατικότητα τους. Δημιουργούν φράξια μέσα στο κόμμα και δημοσιεύουν σε εφημερίδα της Αλεξάνδρειας τις απόψεις τους, εν αγνοία της ηγεσίας του, υπονομεύοντας έτσι τη συνεργασία βενιζελικών κι Αριστεράς. Ευτυχώς ο Φάνης πρόλαβε να μην κυκλοφορήσουν πολλά φύλλα απ’ αυτά. Όσον αφορά το γεγονός της δολοφονίας του στρατιώτη Πυγμαλίωνα, είχε ενημερωθεί την προηγούμενη μέρα το Ανθρωπάκι κι αντί να ειδοποιήσει τον Πυγμαλίωνα, τον άφησε να ανέβει στο μοιραίο τζιπ και να δολοφονηθεί. Η δολοφονία και οι αντιδράσεις που προκάλεσε έγιναν αιτία να διαλυθεί  η Δεύτερη Ταξιαρχία. «διαλύθηκε με προβοκάτσια της αντίδρασης ή εμείς θέλαμε τη διάλυση της;» ρωτά ο Μάνος Σιμωνίδης   «μήπως για να αφαιρεθεί μια ταξιαρχία από το αντισοβιετικό μέτωπο;» που βλέπουν ότι αρχίζει να δημιουργείται τώρα σιγά σιγά με την καλλιέργεια αντικομμουνιστικής ψύχωσης στους λαούς. Γιατί υπόγραψε την καταδίκη του κινήματος του Απρίλη του ‘44 η αντιπροσωπεία που πήγε στο Λίβανο για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας; ο  ηθικός  στιγματισμός  της  ηγεσίας δεν σπέρνει την απογοήτευση στους αριστερούς;  
Κι άλλα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν κι από τη μετέπειτα εποχή. Ο συγγραφέας κλείνοντας το έργο του με ένα ξεχωριστό κεφάλαιο «Επίλογος» μεταφέρει όσους επέζησαν των δραματικών γεγονότων, δέκα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1954 και κάνοντας τον απολογισμό τους, μεταξύ των άλλων, επιβεβαιώνουν τη αντιδημοκρατική συμπεριφορά  που άνθησε  κι ανθεί μέσα στο κόμμα στο οποίο πίστεψαν. Ο Φάνης παραμερίστηκε από το κόμμα εκλιπαρώντας να εισακουσθεί η φωνή του ως βασικός μάρτυρας των γεγονότων,  το Ανθρωπάκι ανέβηκε ψηλά στην ιεραρχία, ο Μάνος κατηγορήθηκε για πράκτορας της Ιντέλλιτζενς Σέρβις κλπ Η δε τύχη των περισσοτέρων αριστερών αγωνιστών κοινή, αφού ηττήθηκαν και στον εμφύλιο σπαραγμό, που δυστυχώς λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε: διώχτηκαν από τις δουλειές τους, φυλακίστηκαν στο Επταπύργιο, εξορίστηκαν στη Μακρόνησο και τον Άι Στράτη, άλλοι μετάνοιωσαν που δεν έκαναν οικογένεια, άλλοι έμειναν ανάπηροι κι άρρωστοι για το υπόλοιπο της ζωής τους.  
 Η τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες» έχει χαρακτηριστεί και πολιτικό μυθιστόρημα. Ο Τσίρκας γράφει την τριλογία του γιατί τον απασχολεί και η πολιτική. Διαπιστώνει ότι σε έναν αγώνα κάποιοι για να νικήσουν δεν αρκεί να έχουν δίκιο, έστω κι αν αυτό τους πνίγει. Χρειάζονται κι άλλα πολλά. Υπάρχει απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, δεν απλουστεύονται όλα. Ο διάλογος Μάνου-Γαρέλα, ο διάλογος Μάνου-Ανθρωπάκι ...είναι αποκαλυπτικές της πολιτικής σκέψης του συγγραφέα.  Οι ηγεσίες πρέπει να έχουν σύνεση και νηφάλια αίσθηση της επαναστατικής ευθύνης τους, να μην παρασύρουν με συναισθηματισμούς τους οπαδούς τους. «όλος αυτός ο κόσμος ανυπομονεί να δράσει» λέει στο Μάνο ο Γαρέλας κι αυτός του απαντά «άλλο Δράση κι άλλο εμείς να τον σπρώχνουμε σε εξτρεμισμούς»,  και πιο κάτω «τι θέλουμε εμείς μαζί με την Αγγλία; Για να μη πειραχθεί δήθεν η ενότητα του συμμαχικού μετώπου, ξεχάσαμε πως εμείς είμαστε επαναστάτες;» «μα η Αγγλία δίνει τα πολεμοφόδια, τα πλοία, τ’ αεροπλάνα και τα λεφτά. Εκείνη κανονίζει τα σχέδια» «κι εμείς δίνουμε το αίμα, το πιο ακριβό απ’όλα» «δεν με κατάλαβες, δεν λέω πως έχουνε δίκιο αλλά μας έχουν δεμένους χεροπόδαρα» και ο Μάνος συνεχίζει «να προσέχουμε να μη βρεθούμε ξεκομμένοι ή αντιμέτωποι με τους Φιλελεύθερους [...] δεν πρέπει να αποξενωθούμε από τη μάζα των δημοκρατικών αξιωματικών.. ».  Οι ψύχραιμες φωνές είναι λιγοστές σαν του  Ρούσου από τους βενιζελικούς και σαν του Φάνη από την Αριστερά. « καλοί άνθρωποι δεν αμφιβάλλω. Ψυχωμένοι, αποφασιστικοί. Μα δεν ξέρουν να συζητούν, κι ακόμα λιγότερο ν’ ακούνε» έτσι χαρακτηρίζει ο Ρούσος στον Φάνη την αριστερή αντιπροσωπεία με το Φωτερό που τον επισκέφτηκε για να συζητήσουν για την εθνική ενότητα.
Εκτός όμως από την πολιτική υπάρχει και ο έρωτας στις ανθρώπινες σχέσεις. Και στα τρία έργα της τριλογίας ο έρωτας επανέρχεται με διαφορετικές μορφές κάθε φορά, ανάλογα με τους ανθρώπους και τον τρόπο που τον βιώνουν. Η ηλικία, ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, το μορφωτικό επίπεδο, οι κοινωνικές συνθήκες και ο πόλεμος με το φόβο που σέρνει πίσω του κάνουν τον έρωτα άλλοτε να μοιάζει με παιχνίδι (σαν τους επιπόλαιους εφηβικούς έρωτες του Τόνη), άλλοτε να αποτελεί βάσανο ψυχής (ο απαγορευμένος έρωτας κι άρα χωρίς ανταπόκριση του Γιούνες), άλλοτε να υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ζώο (οι σαρκικοί έρωτες του Αδάμ και του Μπρουξ), άλλοτε να ανυψώνει τον άνθρωπο ολοκληρώνοντας τον (έρωτας Νάνσυ και Μάνου). Απ’ όλες τις ερωτικές σχέσεις των ηρώων του Τσίρκα ξεχωρίζουν οι έρωτες του Μάνου Συμεωνίδη, πρωταγωνιστή και στα τρία έργα. Υπάρχει μια κλιμάκωση στο ερωτικό βίωμα του Μάνου. Στην Ιερουσαλήμ ερωτεύεται πλατωνικά την πανέμορρφη Έμμη για να απογοητευθεί λίγο αργότερα μαθαίνοντας πόσο φιλήδονη κι ακόρεστη ήταν. Στο Κάϊρο δημιουργεί εφήμερες ερωτικές σχέσεις με μια νεαρή Εβραία που απατούσε συχνά τον κατά πολύ μεγαλύτερο σύζυγο της. Στην Αλεξάνδρεια συναντά τη λαίδη Νάνσυ Κάμπελ φίλη του απ’ την Ιερουσαλήμ, η οποία τότε είχε δεσμό με τον Ρον Φίλποτ, ο οποίος έπεσε πολεμώντας λίγους μήνες αργότερα στο μέτωπο της Β. Αφρικής. Βασανιστικά, αργά, με προσωπικές εκμυστηρεύσεις και πολλή τρυφερότητα πλησιάζουν ψυχικά και δένουν ερωτικά ο Μάνος και η Νάνσυ. Η Νάνσυ ευαίσθητη και καλλιεργημένη προβληματίζεται για τα ελληνικά πολιτικά ζητήματα και δεν διστάζει να βοηθήσει την αριστερή οργάνωση γράφοντας άρθρα που δημοσιεύονταν σε αγγλική εφημερίδα. Είναι ένας έρωτας που ολοκληρώνει και τους δυο.    
Και η Νυχτερίδα, αυτό το τρομακτικό πουλί που του αρέσει το σκοτάδι, ποια είναι, που μάλιστα ο Τσίρκας την έβαλε και για τίτλο στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας του;
Το νούμερο της νυχτερίδας έπαιζε στο Πολυθέαμα της Αλεξάνδρειας της μπελ-επόκ μια ηρωϊδα-αρτίστα του συγγραφέα. Η σχοινοβάτης φορώντας ένα μαύρο πλεχτό εφαρμοστό μαγιό απ’ την κορφή ως τα νύχια πετούσε από τον έναν πολυέλαιο στον άλλο μέσα στη μεγάλη αίθουσα του Πολυθεάματος και τρέλαινε τους άντρες με το κορμί της, που για εκείνη την εποχή φάνταζε γυμνό μέσα στο εφαρμοστό μαγιό που διέγραφε όλες τις καμπύλες της. Χρόνια αργότερα αντικείμενο του πόθου, σκοτεινό όμως και γεμάτο μυστήριο, έγινε και για τον μικρό ερωτευμένο Παράσχο η μεταμφιεσμένη σε νυχτερίδα Τζούλια η οποία φορώντας το μαγιό της μάνας της -της πρώην αρτίστας-  επισκεπτόταν κρυφά μέσα στη νύχτα τον ξάδελφο του τον Τόνη, με τον οποίον ήταν ερωτευμένη, ξηλώνοντας κεραμίδια από την παράγκα  με το μαστιχόδεντρο μέσα στην οποία έμεναν τα δυο ξαδέλφια. Ένα παιχνίδι ήταν γι αυτήν, που τέλειωνε με το κοροϊδευτικό κι άγριο γέλιο της Τζούλιας-νυχτερίδας, που έτρεχε μέσα στη νύχτα για να μη τη πιάσει ο Παράσχος κι αποκαλύψει  το πρόσωπο της. Αυτός όμως πρόλαβε να δει τα χυτά της μαλλιά, να γευτεί το αγκάλιασμα και το πεταχτό της φιλί... κι ερωτεύθηκε αυτή τη μυστηριώδη και τόσο ελκυστική μορφή. Ύστερα από πολλά χρόνια καρτερίας κι ονείρων για τον ερωτευμένο Παράσχο, άνθρωπο τώρα πια του στοχασμού και της συγγραφής βιβλίων, η Τζούλια εμφανίζεται ξανά στη ζωή του. Μάλιστα τη δέχεται σπίτι του για χάρη του ελληνικού αγώνα για τον οποίο αυτή γνωρίζει κι έχει πράξει πολλά, όπως του λέει. «βάλθηκε να σε κατατοπίσει για το παρελθόν της, να μην κρατήσει τίποτα κρυφό...σε τραβάει μέσα στον λαβύρινθο: δολοπλοκίες, κατασκοπείες, εγκλήματα, εκβιασμοί, μαύρη αγορά, προδοσίες...» και να του αποκαλύψει τους έρωτες της, τόσους πολλούς και  τόσο βρώμικους και σιχαμερούς. Τότε ο Παράσχος ανακαλύπτει ότι το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τη νυχτερίδα των νεανικών του χρόνων ήταν η Τζούλια, που τώρα  «πολιτεύεται» κι εκπορνεύεται με άλλους άντρες. Κι απογοητεύεται οικτρά!
 Κάτι σαν κι αυτή τη νυχτερίδα είναι και η πολιτική. Αντικείμενο του πόθου, όσων πρόλαβαν να την ερωτευτούν, σκοτεινή και μυστήρια, άπιαστη σαν πουλί, που περιγελά σαρκαστικά αυτούς που την ποθούν ενώ η ίδια τελικά εκπορνεύεται γι αυτό πληγώνει κι απογοητεύει βαθιά, όσους την αγάπησαν. Ο Τσίρκας  σε αυτόν τον πρωτότυπο κι ευρηματικό μύθο  που πλάθει ξαναθέτει ακόμα το δίλημμα «Τέχνη ή Δράση». Στο πολυσυζητημένο αυτό πρότυπο των αριστερών διανοούμενων της εποχής του, ο ίδιος αισθάνεται διχασμένος. Κλείνει μεν υπέρ της «συγγραφικής τέχνης» αλλά νιώθει όμως ότι πρόδωσε κατά κάποιο τρόπο τη «πολιτική δράση». Γι αυτό προσπαθεί μέσα από τη συγγραφική του τέχνη να μη ξεχαστεί η ουσία της πολιτικής για έναν καλύτερο «παραδεισένιο» κόσμο...αλλά τελικά μένει με την πίκρα και το σκεπτικισμό, αν η τέχνη και η πολιτική έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έναν τέτοιον κόσμο. Γράφει σ.267 « να γράφεις, να γράφεις με την πίστη πως, ανασταίνοντας αυτόν τον κόσμο στο χαρτί, ξανακερδίζεις τα χρόνια που χαράμισε η αβουλία σου και η περίσκεψη, και να λες, να βαυκαλίζεσαι   πως αν ξανάβρεις με τη μνήμη το χλωρό παράδεισο, γέμισες τη ζωή σου, κέρδισες ολοδικιά σου την προδομένη Νυχτερίδα (με κεφαλαίο τη γράφει), τη μόνη σου αγάπη». Αυτός είναι ο Τσίρκας που μέσα από παραδοσιακούς αλλά και μοντέρνους τρόπους γραφής  μας στέλνει τα μηνύματα του!  
Έργο ωραίο αλλά δύσκολο. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω στους αγαπητούς αναγνώστες μου ότι συνειδητοποίησα την αξία του συγγραφέα όχι με την απλή ανάγνωση της τριλογίας του αλλά αφού μεσολάβησε ο χρόνος καταγραφής της ανάγνωσης. Γι αυτό αγαπώ την καταγραφή της ανάγνωσης. Και για κάτι άλλο επίσης, για να μπορώ να τη μοιράζομαι με όσους αισθάνονται την ίδια ανάγκη με μένα να πλησιάσουν περισσότερο τη λογοτεχνία και το βιβλίο.

                                                                                                                 Σούλη Αγγελική
                                                                                                          Ζάκυνθος, καλοκαίρι 2013
http://neaanagnosi.blogspot.gr/2013/09/2012.html 
http://neaanagnosi.blogspot.gr/2013/10/3_1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: